Saturday, May 01, 2010

Ο Ττεμπέλης ο Παναής τζιαι οι εκατον ένας Δράτζιοι

Εν μια ακόμα παραλλαγή κυπριακού παραμυθκιού.

Προς συμπαράσταση του φίλου Aceras για τες συγκινητικές προσπάθειες που κάμνει για να διασώσει την παράδοση του τόπου μας.

Μιαν άλλην αξιόλογη παραλλαγή εθκιέβασα στο μπλογκ του "ονειροπόλου"


Ο ττεμπέλης ο Παναής τζιαι οι 101 Δράτζιοι


Μια φορά τζιαι έναν τζιαιρόν, είσιεν έναν ττεμπέλη που τον ελαλούσαν Παναή.

Ο Παναής ποττέ του εν εδούλευκεν τζιαι ούλλη μέρα ετζοιμάτουν.

Μιαν ημέραν που εφούρνισεν η γειτόνισσα, έπεψεν στήν μάνα του Παναή ψουμίν βραστόν τζιαι έναν πιάτο φρέσκον μέλι.

Επήεν η φτωσιή η μάνα του, πουκάστo κλίμα που ετζοιμάτουν ο Παναής τζιαι εφώναξεν του να ξυπνήσει για να φάει. ‘Σήκου γυιε μου’ λαλεί του ‘έπεψε σου η γειτόνισσα βραστό ψουμίν τζιαι μέλι να φάεις’
- ‘Άϊσμε μανά’ λαλεί της ‘ να τζοιμηθώ τζιαι είμαι ποσταμένος’.
Μα ήταν ποσταμένος?, έτο εν που το βουρσουλλίκκιν του. Ελάλεν έτσι της μάνας του πέρκει φύει να τον αφήκει.

Άμαν τζιαι φώναξεν του κάμποσες φορές, τούτος εβαρήθηκεν την τζιαι λαλεί της ‘ Άφησμου τα τζιαμαί μανά τζιαι υστερόττερα εννα τα φάω’. ‘Καλό γυιε μου’ λαλεί του. Τζιαι έβαλεντου του τα δίπλα του, πάνω σε μια ξίλενην τάβλα .

Άμαν τζιαι εχόρτασεν τον ύπνον τζιαι που την πείναν η τζυιλιά του εκουρκούριζεν εσκέφτηκεν να φάει. Μα που το βουρσουλλίκκιν του τζιαι που το ττεμπελιόν του, αντί να σηκωστεί έβαλεν το πιάτο πάστην τζυλιάν του. Έκοφκεν το καυκάλλι του ψουμιου, έμπηεν το μες το πιάτον τζιαι ώσπου να το φέρει στο στόμαν του το μέλι έστασσεν τζιαι έτρεσιεν πάνω στο κορμίν του.

Στην πολλή την ώραν εσυνακτήκαν ούλλες οι μουγιες. Όπου τες είσιες έρκουνταν να φάσιν μέλιν που το κορμίν του Παναή. Εκαρκαλίζαν τον θέμα τζιαι σαν ελαοτζοιμάτουν αντινάκτηκε τζιαι εφαράσασιν οι μούγιες τζιαι με μιαν πισκαλιάν εσκότωσεν καμπόσες. Εγέμωσεν η φούκτα του μούγιες σκοτωμένες. Έμεινεν τζιαι εθώρεν τες κάμποσην ώραν σκεφτικός τζιαι ύστερα, δουλειάν εν είσιεςν να κάμει, άρκεψεν να τες μετρά.

Μια, θκιό, τρεις, εμέτρησεν τες ούλλες. Ήταν εκατόν μούγιες σκοτωμένες.

Άμαν τες εμέτρησεν σαννα τζιαι κάτι εμπήκεν μες τον νουν του.

Εχαίδεψεν λλίον τα γένια του τζιαι εφώναξεν της μάνας του

- ‘Πέμου γυιε μου’, λαλεί του.
- ‘Μανά’ λαλεί της, ‘Να πάεις τζεικάτω στον κωμοδρόμο τζιαι να του παραντζείλεις έναν μιάλον σπαθίν, ίσια τόσον’ τζιαι έδειξεν της ως τον νόμον του, 'τζιαι να του πεις να γράψει πάνω με γρυσά γράμματα, «ΠΠΕΣΟΝΤΑ ΣΚΟΤΩΝΝΩ ΕΚΑΤΟΝ ΤΖΙ’ ΑΛΟΙΜΟΝΟΝ ΤΖΙΑΝ ΣΗΚΩΣΤΩ», εκατάλαβες?'.


- ‘ Ήντα το θέλεις το σπαθί γυιέ μου’ λαλεί του η φτωσιή η μάνα του,
- ‘ Εννα πάω νάβρω την τύχη μου μανά’ λαλεί της
- ‘ Κάτσε γυιε μου έσσω σου’
- ‘ Άκουσες ίνταμπου σου είπα μανά? σε τρεις ημέρες πέτου ναν τελιωμένον’.

Ήντα να κάμει η μάνα του επήεν κούτσα - κούτσα στον κωμοδρόμον τζιαι λαλεί του. ‘ Είπεν μου ο γυιος μου ο Παναής να του κάμεις έναν μιάλον σπαθήν ίσια τόσον’ τζιαι έδειξεν του με το σιέριν της ‘τζιαι πάνω να γράφει με γρυσά γράμματα, «ΠΠΕΣΟΝΤΑ ΣΚΟΤΩΝΝΩ ΕΚΑΤΟΝ ΤΖΙ’ ΑΛΟΙΜΟΝΟΝ ΤΖΙΑΝ ΣΗΚΩΣΤΩ» τζιαι σε τρεις ημέρες ναν τελιωμένον, εκατάλαβες?

- ‘ Εκατάλαβα θκειούλλα ‘ λαλεί της, ‘έλα σε τρεις ημέρες να το πκιάσεις’.

Εστράφηκεν η μάνα του Παναή, συλλοϊσμένη. ‘ Τι θα το κάμει το σπαθίν τούτος, ίνταμπου εσκέφτηκεν? ‘

Επήεν τζιαι ηύρεν τον Παναήν τζιαι εσάζετουν. Εβρασεν νερόν μες το χαρτζίν για να λουθεί. Τζιαι είπεν της:

- Μανά, έβρε μου ρούχα καθαρά, τες καλές μου τες τσαγγαροποΐνες, κατέβας τζιαι την βούρκαν που το ανόϊ τζιαι το παούριν του νερού.

Τούντες τρεις ημέρες ο Παναής έφαν τες πάστες προετοιμασίες. Ελούθηκεν εξιουρίστηκεν, εσάσεν την βούρκαν του, εγιέμωσεν κρυόν νερόν το παούριν του τζιαι έκατσεν τζιαι εκαρτέραν. Έτσι σαν εσυλλοΐζετουν βρικτός, είδεν την μάναν του που εκωλόσυρνεν το σπαθί. Ήταν τόσο βαρετόν που η καημένη εν εμπόρηεν να το σηκώσει. Είδεν τζιαι τα γρυσά γράμματα που έγραφεν πάνω στο σπαθί, όπως εδιάταξεν, Έγραφεν «ΠΠΕΣΟΝΤΑ ΣΚΟΤΩΝΝΩ ΕΚΑΤΟΝ ΤΖΙ’ ΑΛΟΙΜΟΝΟΝ ΤΖΙΑΝ ΣΗΚΩΣΤΩ»

- ‘Πράβο μανα’, λαλεί της, ‘έτσι το έθελα’ τζιαι έπιαν το που τα σιέρκα της τζιαι σήκωσε το ψηλά τζιαι εσσιησεν τον αέρα να το δοκιμάσει.
- ‘Πέμου γυιε μου Παναή, ήντα το θέλεις το σπαθίν τζιαι που εννα πάεις? ‘
- Είπουν σου μανά, εννα πάω να πάω να έβρω την τύχην μου
- Αν σου πω να μεν πάεις, ξέρω το πώς έν θα μ’ ακούσεις. Άτε να σου δώκω την εφτζιήν μου’. ‘Να πάεις στο καλόν’ λαλεί του τζιαι εφίλησεν τον σταυρωτά.

Εφορτώθην την βούρκαν του ο Παναής, έβαλεν το σπαθίν στην κόξαν του τζιαι έδωκεν μες το δάσος. Επήεννεν επήεννεν ώσπου τζιαι εδίψασεν. Εσταμάτησεν εθαύμασεν το σπαθίν του τζιαι άμαν εξιδίψασεν τζιαι εξιποστάθην, άρκεψεν πάλαι το παρπάτημαν. Κατά το μεσομέριν επείνασεν. Ήβρεν έναν μιάλον πεύκον με πασιήν οσσιόν τζιαι έκατσε πουκάτω. Ανοιξεν την βούρκαν του άπλωσεν την μαντηλιάν χαμαί τζιαι έκατσεν για να φαει. Είσιεν ψουμί σιταρένον, μαύρες ελλιές, σκλερόν χαλλούμι, αναρίν τζιαι κρομμίν. Θαρκούμε είσιεν τζιαι πομυλόριν κότσιηνον μα έν βάλλω το σιέριν μου στο λαμπρόν.

Άμαν τζιαι έφαεν τζιαι εκαλοκαρτίστηνο Παναής ενύσταξεν τζιαι αποφάσισεν να τζοιμηθεί. Εκρέμμασεν το σπαθί του πάστον πέφκον, ήβρεν μια ίσιαν άσπρην πέτρα για μαουλούτζιν τζιαι έγυρεν να τζοιμηθεί. Την ώραν που έγυρεν εδίκλησεν τζιαι είδεν το σπαθιν του που εγιάλλιζεν τζιαι σαν έθκιέβαζεν τζείνον που έγραφεν πάνω «ΠΠΕΣΟΝΤΑ ΣΚΟΤΩΝΝΩ ΕΚΑΤΟΝ ΤΖΙ’ ΑΛΟΙΜ…» επήρεν τον ο ύπνος τζιαι στο λεπτόν άρκεψεν να λογχαρίζει.

Τζείνος ο τόπος όμως ήτουν τόπος τους δράκους, μα που να το ξέρει ο Παναής.

Εν επέρασεν πολλή ώρα τζιαι ήρτεν ο κουτσόδρακος. Επέψαν τον οι άλλοι να τους μαϊρέψει τζιαι που ννα έρτουν που τα χωράφκια τζιαι τες δουλειές τους να έχουσιν βραστόν φαΐ να φάσιν. Ανταν τζιαι εκόντεψεν τζιαι είδεν τον Παναήν τζιαι εθκιέβασεν ίνταμπου έγραφεν πάνω στο σπαθίν του, ανατρίσιασεν.

- ‘ Άπαναγία μου’ λαλεί, ‘ Εμείς οι δράτζιοι είμαστεν εκατονένας, αν ισκοτώσει τους έκατόν ππέσοντα, τον άλλον που έννα σηκωστεί, εννα τον κάμει κεϊμά’ τζιαι έπκιαν την στράταν να εύρει τους άλλους εκατόν δράκους να τους το πεί.

- ‘Δράτζιοι μου, αδέρκια μου’ λαλεί τους’ ‘ έτσι τζιαι έτσι’ ‘τζοιμάται πουκάστον
πέφκον τζιαι έσιει το σπαθίν του κρεμμασμένον τζιαι γράφει πάνω με γράμματα χρυσά

«ΠΠΕΣΟΝΤΑ ΣΚΟΤΩΝΝΩ ΕΚΑΤΟΝ ΤΖΙ’ ΑΛΟΙΜΟΝΟΝ ΤΖΙΑΝ ΣΗΚΩΣΤΩ»’

‘Αν σκοτώσει τους εκατόν μας ππέσοντα, τον άλλον που έννα σηκωστεί, εννα τον κάμει κεϊμά’. Εππέσαν ει την συλλοήν οι δράτζοι τζιαι ο γεροντόττερος επήρεν τον λόον τζιαι λαλεί τους.

- ‘Ακούτε δράτζιοι, αδέρκια τζιαι παιθκιά μου. Έν ιμπόρουμεν να κάμουμεν τίποτες άλλο. Θα πάμε να τον παρακαλέσουμεν να μεν μας σφάξει τζιαι να του τάξουμεν δώρα τζιαι χρυσάφκια τζιαι να τον κάμουμεν αν θέλει τζιαι βασιλιάν μας’.

Εσυφφωνήσαιν οι δράτζιοι τζιαι εξεκινήσασιν γιάλι – γιάλι να πάσιν, μεμπα τζιαι ξυπνήσουν τον άξξιππα τζιαι θυμωθεί τζιαι σκοτώσει τους ούλλους με το τρομερόν σπαθίν του.

Άμαν άκουσεν φασαρίαν ο Παναής άννοιξεν λλίον τα μμάθκια του τζιαι είεν τους δράκους που έρκουνταν χάλουππα - χάλουππα εφοήθηκεν τζιαι πας τον φόον του τον πολλήν ετράβησεν το σπαθίν του τζιαι εγύρισεν το κατά τους δράκους τζιαι τζείνοι εκάμαν απου φύει –φει. Ένας μόνο, ο γεροντόττερος, εστάθην τζιαι είπεν του

- Γυιε μου’ λαλεί του’ Λυπήθου μας, με μας σκοτώσεις τζιαι εμείς εννα σου
δώκουμεν δώρα τζιαι χρυσαφικά τζιαι κόμα εννα σε κάμουμεν τζιαι βασιλιάν μας’.

Αμαν εκατάλαβε ίνναμπου γίνεται ο Παναής, εκατέβασεν το σπαθίν του τζιαι έταξεν του ότι έθθα τους ισκοτώσει μα τζείνοι πρέπει να κρατήσουν τον λόον τους. Αφού εκλείσασιν τη συμφωνίαν, ο γέρο δράκος εφώναξεν τζιαι τους άλλους εκατόν τζιαι εδιάταξεν τους να σφάξουσιν βούθκια τζιαι κουέλλες, να κάμουσιν οφτά τζιαι σούβλες για να γιορτάσουν την σωτηρίαν τους τζιαι να φιλέψουσιν τον ξένον που τους εχάρησεν την ζωήν τους.

Ούλλη νύκτα ετρώασιν τζιαι επίννασιν ο Παναής τζιαι οι δράτζιοι τζιαι κατά το ξημέρωμαν επήρεν τους ο ύπνος.

Την άλλην ημέραν έπρεπεν να πλίννουσιν τα αντζιά. Εξεκινήσασιν να παν να φέρουν νερόν που τον ποταμόν που ήτουν έναν μίλι μακρυά. Επκιάσαν ούλλη που έναν ασσιή, εδώκαν έναν τζιαι του Παναή να πάν να τα γεμώσουν. Ο παναής όφτζιερον εν το εσήκωννε το ασιιήν, ίνταλος θα το εκουβάλεν τζιαι γεμάτον. Εβαρκέτουν θέμα να πάει τόσον τόπον τζιαι να στραφεί. Έκατσεν μιαν σταλαμήν τζιαι εσκέφτηκεν. Ίντα να κουβαλουμεν το νερό με τα ασσιά τζιαι να μεν ιφκάλουμεν έναν αυλάτζιν κατηφορικόν, να ρέσσει το νερόν που το λημέριν τους να μεν κάμνουν με κόπον.
Εφώναξεν το γερόδρακο τζιαι είπεν του έτσι τζιαι έτσι, βάρτους να σκάψουν έναν αυλάτζιν τζιαι να φέρουν το νερόν δακάτω.

Έτσι τζιαι εκάμασιν οι δράτζιοι τζιαι άμαν ετελιώσασιν εχαρήκασιν τόσον πολλά που εκάμαν άλλον ζιαφέττι του Παναή που τους έδωκεν έτσι σπουδαία συμβουλή.

Όσον επερνούσασιν οι μέρες πιο πολλά οι δράτζιοι αγαπούσαν τον. Είχαν τον βασιλιάν τους τον Παναή. Τζείνος επαράντζιελλεν τους τζιαι τζείνοι ακούαν ότι τους ελάλεν.

Μιαν ημέραν σαν εκάθουνταν οι δράτζιοι, πουκάστους πέφκους στο λημέριν τους, εσηκωστήκασιν τζιαι αρκέψαν ούλλοι βούρος.

- ‘Βούρα Αφέντη Παναή’, λαλεί του ένας μιτσής δράκος, ‘ήρτεν ο κάπρος τζιαι αν
δεν χωστείς εννα σε σκοτώσει’.

Δικλά ο Παναής τζιαι τι να δει. Ένας αρκόσιηρος που δαμαί ως τζεικάτω τζιει, με κάτι δόντκια κοφτερά, πάνω στην μούττην του, όπως τες ππάλες. Εν επρόκαμνεν να φύει τζιαι εσκέφτην να φκεί πάνω στον πέφκον. Έτσι σαν έφκαιννεν πας το δεντρόν, ετράβησεν τζιαι το σπαθιν μιτά του, μα επειδή ήταν βαρετόν έππεσεν του τζιαι εκάρφωσεν πάστον λαιμόν του αρκόσιηρου τζιαι επιτούσαν τα γέματα του ώσπου τζιαι εψόφησεν.

- ‘Πράβο αφέντη Παναή, πράβο. Εγλίτωσες μας πο τούντο θηρίον που τόσα γρόνια εφοΐτσιαζεν μας τζιαι έκαμνεν μας του κόσμου τες ζημιές’

Τζιαι άλλοι εφιλούσαν του τα σιέρκα του τζιαι άλλοι εσύρναν τον ισιαπάνω τζιαι εξαναπκιάνναν τον.

Άτε πάλαι. Ξανά σούβλες τζιαι ξανά κρασιά τζιαι διασκεδάσεις.

Έτσι σαν εδιασκεδάζασιν τζιαι ήταν χαρούμενοι πολλά, ήρτεν τους χαρτίν να παν στον πόλεμο. Εσσιωπήσαν μονομιάς ούλλοι. Εσύντησιεν μόνον ο γεροδρακος τζιαι λαλεί τους

‘ Άτε, βουράτε να σαστείτε τζιαι αύριο που το πουρνόν έννα πάμεν στον πόλεμον, πρέπει να νιτζιήσουμεν γιατί αν μας νιτζιήσουν αλοίμονον μας. Είμαστεν όμως τυχεροί γιατί έχουμε μαζί μας τον Παναή που εν πρώτον παλληκάριν τζιαι με το σπαθίν του εννα σκοτώννει εκατόν εκατόν ’ είπεν τζιαι ούλλοι οι άλλοι 0δράτζιοι εσυμφωνήσασιν.


Ο Παναής που τον φόον του ούλλη νύκτα εν ετζοιημήθηκεν, εν ήξερεν ινναμπουν να κάμει. Αμαν εξημέρωσεν τζιαι συνακτήκασιν ούλλοι οι δράτζοι τζιαι εμπήκαν σειράν είπαν του Παναή να θκιαλέξει πρώτος άππαρον. Είδεν τους ούλλους τους αππαρους στην σειρά τζιαι εθκιάλεξεν τον πιο γέρικον, πέρκει έκοφκεν πίσω. Εκαβαλλίτζιεψασιν τζιαι ο Παναής τζιαι οι δράτζιοι τζιαι εξεκινήσασιν. Κατρζιήν ήταν οι άλλοι δράτζιοι, οι οχτροί τους. Ήταν διπλάσιοι, τριπλάσιοι που λλόου τους, πιο άρκοι τζιαι πιο φοϊτσιάρικοι.

Έπεξασιν τες σάλπιγγες τζιαι αρκέψαν οι αππάροι τζιαι εβουρούσαν. Γληορόττερα που ούλλους εβούραν ο άππαρος του Παναή γιατί, αν τζιαι γέρικος, επειδή έξερεν που πόλεμον εν εδειλίαν.

Εβούραν σαν τον άνεμον, θκυιό σκάλες ομπρός που τους άλλους. Σαν επήεννεν ο Παναής, που τον πολλήν του φόον εσκέφτην να πιαστεί πα σε κανέναν δεντρόν πέρκει κόψει την φόρα του ο άππαρος τζιαι σταματήσει. Μα το δεντρόν, που ήβρεν ομπρός του τζιαι αγκάλιασεν το, που την πολλήν του τύχην, ήταν σαπισμένον τζιαι κούφκιον τζιαι εφκήκεν τζιαι έπαιρνεν το μιτά του ο Παναής.

Ανταν τζιαι θωρούν τον οι άλλοι δράτζιοι, οι οχτροί, με το δεντρόν στην μασκάλη τζιαι με το γιαλλιστόν του το σπαθίν που έγραφεν με γρυσά γράμματα «ΠΠΕΣΟΝΤΑ ΣΚΟΤΩΝΝΩ ΕΚΑΤΟΝ ΤΖΙ’ ΑΛΟΙΜΟΝΟΝ ΤΖΙΑΝ ΣΗΚΩΣΤΩ» εφοηθήκαν τόσον πολλά που εκάμαν απου φύει –φει. Εκάτσαν τους τα βούρη οι δικοί μας, μα που τον φόον τους εν εδεικλίσαν ούτε μιαν βολά πίσω τους.

Ξανά παναΐρκα τζιαι διασκεδάσεις, ξανά σούβλες, οφτά τζιαι κρασιά τζιαι δώρα τζιαι χρυσαφικά στον Παναή που έσωσεν τη ζωήν τους τόσες πολλές βολές.

Επαίρναν ο τζιαιρός τζιαι οι μέρες ήταν η μια καλλύττερη που την άλλην. Ο Παναής όμως εβαρύθηκεν. Επεθύμησεν τζιαι την μάναν του τζιαι τους χωρκανούς του τζιαι αποφάσισεν να στραφεί πίσω.

Επροσπαθήσασιν οι δράτζιοι να του αλλάξουν γνώμη μα έντα εκαταφέρασιν τζιαι έναν πρωί εποσιερέτησεν τους έναν έναν. Πριν να ξεκινήσει, οι δράτζιοι που είχαν ευκαρίστησιν που λλόου του, εγεμώσαν του δκυο σακκούλλες χρυσαφικά τζιαι επειδή έντα έσωννεν, εφωρτοθήκαν τες θκυο δυνάμενοι δράτζιοι τζιαι εξεκινήσασιν μαζί του για να του τες πάρουσιν.

Αμαν τζιαι εμπήκαν του χωρκού τζιαι είδαν τους οι χωρκανοί, εκλειωθήκαν έσσω που τον φόον τους. Εθωρούσαν τους μόνον που τα παναθύρκα τζιαι που τες χαραμαθκιές που ερέσσαν τζιαι έν εξέρασιν ίνναμπου εγίνετουν.

Εξιφορτωθήκασιν τες με δυσκολίαν οι δράτζιοι τες σακκούλλες με τα χρυσαφικά γιατί ήταν πολλά βαρετές τζιαι ο Παναής εκρέμμασεν το σπαθίν του πας τον τοίχον. Οι δράτζιοι εκάμασιν να φύουν μα η μάνα του Παναή εν εδέκτηκεν. Εμαΐρεψεν τους αυκά τζιαι λουκάνικα τηανιτά, έγυρεν τους τζιαι κρασίν να πιουσιν να καλοκαρτίσουν τζιαι επήεν χάλουππα - χάλουππα τζιαι άνοιξεν τες σακκούλλες. Ανταν τζιαι είδεν τα χρυσαφικά εν επίστεφκεν στα μμάθκια της.

Όσον τζιαι έφερεν τον νουν της, εσκέφτηκεν πως ήτουν καλλύττερα να τα χώσει, γιατί ο γυιος της ο Παναής που το ττεμπελίον του το πολλήν, εν θα τα εκουμαντάρισκεν. Γιάλι- γιάλι έφκαλεν τα χρυσαφικά που τες σακκούλλες τζιαι εσίστιλεν τα. Τες σακκούλλες εγέμωσεν τες με κρομμυόφυλλα, να φάινουνται γεμάτες.

Άμαν εφάαν τζιαι ήπιαν οι δράτζοι τζιαι εξιποσταθήκασιν καλά, ευκαριστήσαν την μάνα του Παναή, εποσιερετήσαν τον αφέντην τους τζιαι εξεκινήσαν για να φύουσιν.

Έτσι σαν επηέννασιν είπαν να δουν ακόμα μιαν φορά τον Παναή, πριχού κόψουν καντούνι. Είδαν τον την ώραν που έφκαλλεν τες σακκούλες, μιαν στο ένα σιέριν τζιαι μια στο άλλον, που τες σκάλες, πανω στο ανόϊ τζιαι εθαυμάσασιν ξανά τη δυναμή τζιαι την παλληκαρκάν του τζιαι εβιάζουνταν να πάσιν πίσω να το πουν τζιαι στους άλλους δράκους.

Τζεινοι, που εν τζιαι δράτζοι, εξυμασκαλιστήκαν που το βάρος των γρυσαφικών τζιαι ο Παναής έφκαλλεν τες σακκούλλες πανω στο ανόϊ

σανννα τζιαι ήταν γεμάτες

κρομμυόφυλλα αντίς χρυσαφικά.





Στην Μνήμη της μάνας μου.