Sunday, June 10, 2007

Ο Σκαρπάρης




Πας τον πάγκο του σκαρπάρη
Έκαμνα ώρες πολλές
Τζιαι εθώρουν του τζυιρού μου
Τες σπουδαίες μαστορκές

Που έκαμνεν γερές ποΐνες
Τζιαι παπούτσια μαλακτά
Τζιαι σκαρπίνια για τους γέρους
Τζιαι στους σκάπουλλους κοφτά

Έκοφκεν με την φαρσέττα
Του καμήλου το πετσίν
Τζιαι εθκιάλεεν καλαπόδιν
Για μϊάλον για μιτσίν

Έκλωθεν καλά το νήμα
Με μιαν ρόκκα γυριστήν
Ώσπου τζιαι εκαμνέν κουβάριν
Μια δυνάμενην κλωστή

Ύστερα ετζιέρωννεν την
Τζιαι έπιαννεν ένα σουβλί
Τζιαι έρεσσεν την που την τρύπαν
Τζιαι έσφιγγεν την να κρατεί

Έκοφκεν τζιαι μεσοσόλες
Έσαζεν τζιαι τα παλιά
Έβαλλεν τζινούρκες πρόκκες
Να αντέχουν στην δουλειά

Εν τζιαι έπιαννε ρυάλια
Για τα σάσματα πολλά
Τους περίτου ήταν μούχτη
Αθθυμούμαι το καλά

Αρεσκέν μου που εθόρουν
Ήτουν σαν το σινεμά
Μα καλλύτερα πο ούλλα
Άρεσκεν μου η εφτομά

Πριν ν’ αρκέψει το τζυνΐιν
Που ούλλοι έρκουνταν τζιαμαί
Άλλοι εστέκουνταν γυρόν του
Τζιάλλοι εκάχουνταν χαμέ


Τζιαι έραφκεν τα συνακλίκκια
Τζιαι τες βούρκες τες παλιές
Τζιαι λαλούσαν ιστορίες
Για λαούς τζιαι σιεπεθκιές

Α παπά λαλώ του μια βολάν

Κάμε μου μιαν συντροβόλα
Κάμε μια τζιαι του Γιαννή
Με τους μιάλους στα περβόλια
Να πιέννουμεν τζινίην

Τζιαι γυρίζει τζιαι λαλεί μου
( ήτουν αυστηρός πολλά )

Είσαι ρόκολος ακόμα
Να βουράς στη γειτονιά
Βούρα γλίορα να ππέσεις
Τζιαι ερέξαν οι εννιά

Ε’ ίννα πούσιε να κάμω,
Επήα.