Sunday, September 26, 2010

Λεωφορείο ο Πόνος



Λεωφορείο ο Πόνος
1974

( Στιγμές – πραγματικότητες της Κύπρου )

Επήεν με την ελπίδα πως εννά εστράφηκεν.
Πως εννάν μεσα σ’ έναν που τα λεωφορεία

Ιντα λοϊς τα έφερεν η μοίρα ( η μοίρα ? )
Τέλος πάντων

Έρκουνταν τα λεωφορεία το έναν μετά το άλλον
Εβούραν ο κόσμος ταπισόν τους

Τζείνοι που μες τα λεωφορεία, εσιερετούσαν, εκλαίαν, εγελούσαν

Εν το επιστέφκαν με τζείνα που επάθαν πως θα εγλιτώνναν

Τι κακον μας ήβρεν τουντο καλοτζιαίριν ?

Εκατεβάννασιν ένας ένας τζιαι εχάννουνταν μες τες αγκαλιές τους δικούς τους

Μανάες, τζιυρούες, αρφούες, γεναίτζιες, παιθκιά, εγίνουνταν έναν κουβάριν

Ετέλιωσεν ο εφιάλτης,
άφηκεν τα σημάθκια του, μα ετέλιωσεν

Τζείνη η γέρημη, αρώταν για τον δικόν της

Είδετε τον Γιωρκήν? Ήταν μαζί σας ο Γιωρκής ?

Εχάννετουν η αδύναμη φωνή της μες τζείνον ούλλον το βουητόν

Έρκουνταν τζιαι εφέφκαν έναν - έναν τα λεωφορεία

Έμεινεν μόνον έναν, το τελευταίο.

Ελλιάναν τέλια τζιαι οι ελπίδες της

Είδετε τον Γιωρκήν? ήταν μαζί σας ο Γιωρκής ?

Ήρτεν το τελευταίον λεωφορείο. Εν είσιεν άλλον

Εδίθην πάνω του

Εκατέβηκεν τζιαι ο τελευταίος αιχμάλωτος

Έμεινεν διμμένη πας τζείνον το λεωφορείον
με κάτι ξυφτισμένα συρματόσσιηνα
που ετρυπούσαν το κορμίν της

Τζιαι άμαν εξεκίνησε το λεωφορείον
επήρεν την μαζί του κάμποσον τόπον

Ετρίφτην το κορμίν της πας τον άσφαλτον

Εγεματώθηκεν του άλλου κόσμου.

Ετρέχαν γέματα που τα σιέρκα
που τα πόθκια, που το κορμίν της ούλλον
Τζιαι που την καρκιάν της ποταμός

Σε μιαν στροφήν επέταξεν την το λεωφορείον
σε έναν χαντάτζιην γεμάτον μουττερές πέτρες, αγκάθκια
τζιαι γυαλιά σπασμένα

2010

( Στιγμές – πραγματικότητες της Κύπρου )

Τριανταέξι γρόνους σαν να τζιαι έζιεν μες τζεινον το χαντάτζιην

Τριανταέξι γρόνοι εν εκαταφέραν να κλείσουν τες πληγές της

Το 74, εν έξερεν τι σημαίνει DNA.
Κανένας εν έξερεν

Τωρά, μες το χαντάτζιην της, αντί λεωφορείον καρτερά
ταυτοποίησην του DNA

Άραγες σου εννα φανεί τυχερή τούτην την φορά ?


( Σάββατο μεσημέρι 25 Σεπτεμβρίου 2010 στο καφέ Gloria
Σελίδα 24 της εβδομαδιαίας City free express ).

Ήταν που ήταν πικρός ο καφές.

( Στιγμές – πραγματικότητες της Κύπρου )

Friday, September 17, 2010

Θέλω να γοράσω ποδήλατο


Θέλω να γοράσω ποδήλατο

Θέλω νάσιει δύναμον τζιαι φανάρι
Τζιαι σκάλα τζιαι πατίδι τζιαι κουδούνι

Θα γοράσω πόμπα να το πρίσσιω

Θα το γρασάρω, θα γοράσω γόμμες τζιαι ππάτσιες
να κολλώ το λάστιχο του άμαν τρυπά

Θέλω ξανά να κάμνω κούρσες με τους φίλους μου

Να πάμεν πίσω που τα βουνά να δούμεν τι έσιει
Ιντα λοις εν ο κόσμος πίσω που τα βουνά του χωρκού μας

Θέλω να γοράσω ποδήλατο

Θα έχω έννοια.

Θα τσιακκάρω τα στόπερ του, τα πατήθκια του,

θα γιαλλίζω τες ακτίνες του

Θέλω να έσιει φτερά, όϊ σαν τούτα τα μοντέρνα
που έν έχουν τζιαι εν σαν τα τίτσιρα

Θέλω να γοράσω τζινούρκον ποδήλατο
Που εν εκατάφερα ποττέ μου, που ήμουν μιτσής να γοράσω

Μόνον έσαζα τα παλιά,
κομμάτι ποδά, κομμάτι ποτζιεί, καδέναν μεταχειρισμένη
με το ζόρι κανέναν τζινούρκον λάστιχο.

Εν θέλω αυτοκίνητον,
Εν θέλω μοτόραν
Εν θέλω γιωτ
Εν θέλω οικόπεδο
Εν θέλω να κερτίσει το λόττο μου
Εν θέλω αύξηση

Θέλω να γοράσω τζινούρκον ποδήλατο

Θέλω ξανά να κάμνω κούρσες με τους φίλους μου
Να πάω ξανά πίσω που τα βουνά

Τζιαι έτσι σαν ποδηλατώ
νομίζω πως θα πάω πίσω, πίσω, πίσω

να συναντήσω την ηλικία της ψυσιής μου


Να ξιφορτωθώ τζείνην την ψεύτιτζιην
που γράφει πάνω
στην ταυτότηταν μου.