Τούτος εν ο πεύκος μου
Εφύτεψα τον που τον τζιαιρόν που επαντρέφτηκα τζιαι έκατσα μες στο σπίτι
Στην αρκήν, για κάμποσα χρόνια, ήταν έναν ψώρικον δεντρούϊν
τζιαι ενόμιζα πως εν θα άντεχεν τζιαι πως θα εξεράνισκεν
Άμαν επεράσαν καμμιάν δεκαπενταρκάν χρόνια, ο πεύκος μου,
τζιαμαί που τον εφοούμουν, επήρεν ππερεντέ τζιαι εγίνετουν θηρίον
Τα τελευταία χρόνια εν η αλήθκεια, εδράτζιασεν, εψήλωσεν τζιαι εγίνην ως τζειπάνω τζιεί δεντρόν
Έσιει θκυό τρία χρόνια ήρτασιν κάτι φιλικουτούνια τζιαι εκτίσαν την φουλιάν τους πας
τον πεύκον μου.
Παρακολουθώ τα.
Όπου τζιαν παν, όπου τζιαν γυρίζουν, στρέφουνται να τζιοιμηθούν
μες την φουλιάν τους
Εγεννήσασιν κανένα θκυο φορές τζιαι εξηπουλιάσασιν τα αυκά τους μες τζείνην την
φουλιάν
Κάποτε που το σκέφτουμαι λαλώ πως έσιει τζιαι άλλους που λαλούν τον πεύκον
«ο πεύκος μου» τζιαι πως μπορεί τζιαι να τον αγαπούν περίτου τζιαι που εμέναν
Εσκέφτηκα το πολλές φορές τζιαι είπα πουμέσα μου.
«Εγιώ έχω σπίτι. Ζιώ μέσα με την οικογένειαν μου. Ο πεύκος κάμνει μου οσσιόν μες την αυλή μου τζιαι δροσίζει μου το σπίτιν. Ίντα τα θέλω τα πολλά ».
Που τα τωρά τζιαι να πάει επήρα το απόφασην.
Εν θα λαλώ ‘Ο πεύκος μου’ έννα λαλώ ‘Ο πεύκος των φιλικουτουνιών’
Έτσι που τα θωρώ τζιαι πάσιν τζιαι έρκουνται τζιαι ακούω τα που κουρκουρίζουν
κάμνουν την καρκιάν μου να αννοίει φύλλα - φύλλα
Αν ήταν τρόπος ήταν να τους τον κοτσιανιάσω