Sunday, October 11, 2009

ΑΛΤ




Τελευταία επήα στο εξωτερικό
σε μια σχετικά μιτσιά πόλη

Ενοιωσα τζιαι τζιαμαί ότι νοιώθω σε όποιαν πόλη,
σε όποια χώρα πάω

Ο Σταθμός των λεωφορείων ήταν στον βορρά

Ήμουν σίουρος ότι πίσω που τον Σταθμό
Ετελιώνναν οι δρόμοι

Ότι είσιεν φυλάκια

Ότι απαγορεύετουν να περάσεις

Πως αν δοκιμάσεις να περάσεις μπορεί τζιαι να σκοτωθείς

Έσιει που τον τζαιρόν που εγεννήθηκα
Που νοιώθω τούτον το συναίσθημα

Πως απαγορεύεται να πάεις παρακάτω, στην παρακάτω στράτα

Στο γειτονικό χωρκό
Απέναντι

Εν όπως την σφραγίδα μέσα στην ψυσιήν μας

Πως οι πόλεις έχουν τρεις πάντες,
τζιαι πως οι χώρες εν μοιρασμένες

Τζιαι πως τα χωρκά εν δικά τους τζιαι δικά μας

Ενοιωσα την καρκιάν μου να φακκά δυνατά
αμαν εξεκίνησεν το λεωφορείο να παέννει βόρεια

Εκαρτέρουν που στιγμή σε στιγμή να δω το οδόφραγμα

Να δω στρατιώτες, να δω βαρέλλες στοιβασμένες,
να δω σημαίες, να δω ταπέλλες να γράφουν
ΑΛΤ

Επέρασεν το λεωφορείο

Εν είδα στρατιώτες, εν είδα βαρέλλες στοιβασμένες,
εν είδα σημαίες, εν είδα ταπέλλες να γράφουν
ΑΛΤ

Κάτι εν πάει καλά εσκέφτηκα σε τούντην πόλη
Έκλεισα τα μμάθκια μου

Κάτι εν παει καλά εσκέφτηκα

Μα τούντο συναίσθημαν εν ευχάριστον

Τούτον το συναίσθημαν φαίνεται να εν το σωστόν

Γιατί να μεν ιμπόρω μες την χώρα μου
να πάω οπού θέλω ελεύθερα, γιατί να γεμώννω φόρμες,
γιατί να πρέπει να δείγνω ταυτότητες

Γιατί να έσιει οδοφράγματα, φυλάκια τζιαι σε κάθε στράταν
που την μιαν νάκραν ως την άλλην να έσειει

ΑΛΤ

Πενήντα γρόνια εγίνην μας βίωμα

Όμως πενήντα γρόνια, για πολλούς σαν εμέναν, εν ούλλη μας η ζωή

Ούλλη μας η ζωή !

Πενήντα γρόνια εν πολλά, εσκέφτηκα

Τζαιρός τζείνος ο τοίχος ο κούγκρενος να ππέσει

Να δώκουμεν ούλλοι μας,
ούλλοι οι κυπραίοι που αγαπούμεν τον τόπο μας
μιαν σιερκάν δυνάμενην να ππέσει

Άνοιξα τα μμάθκια μου

Το λεωφορείον επήεννεν ακόμα
Κανένας εν το εσταμάτησεν

Ούτε βαρέλλες, ούτε οδοφράγματα, ούτε ΑΛΤ
είδα, με ομπρός μου με πίσω μου

Κάτι εν πάει καλά εσκέφτηκα

Στον τόπο μου όμως
Τζιαι όϊ δαμαί

Εν καθήκον μας εσκέφτηκα να δώκουμεν
ούλλοι μιαν σιερκάν
Μιαν δυνάμενη σιερκάν

Τζείνος ο τοίχος ο κούγκρενος
πρέπει να ππέσει

Τζιαι να θάψει πουκάτω, μιαν για πάντα

ούλλες τες ταπέλλες με τα
ΑΛΤ


Sunday, June 28, 2009

Το Λαούτο του τζιυρού μου

Το λαούτο του τζιυρού μου εν πάνω στα ψηλά ράφκια
του αρμαρκού μου

Ακόμα, που τον τζιαιρό που επέθανεν, εν ήβρα το θάρρος να το πκιάσω, να το κουρτίσω, τζιαι να δοκιμάσω να παίξω.

Τζειν το λαούτο, ήταν ο σύντροφος του τζιυρού μου.

Σάννα τζιαι εγεννήθηκασιν μαζίν.

Ήταν η συντροφκιά του στες χαρές τζιαι στες λύπες του

Με τζείνον το λαούτο άλλαξεν εκατοστάες νύφφες τζιαι γαμπρούς
Επάντρεψεν αντρόϊνα τζιαι αντρόϊνα.

Τζείνον το λαούτον έδωκεν ψουμίν να ζήσει η φαμίλια.

Αθθυμούμαι μιαν ημέραν που επήα να τον δω, ήταν λλίους μήνες πριν να πεθάνει,

Είπεν μου τες αγωνίες του, τα παράπονα του, γιατί να χαθεί παράωρα ο γιός του,
γιατί να φύει η μάνα μου πρώτη τζιαι να τον αφήκει μόνον του. Είπεν μου για τα γεραθκιά που εν δύσκολα, είπεν μου τζιαι άλλα πολλά.

Πας την κουβέντα άρκεψα τζιαι έκαμνα του τζιαι γιω διάφορες ερωτήσεις.
Για τη νιότην του, για τους παλιούς τζιαιρούς, για το χωρκόν μας, ήντα λοϊς ήταν τζιαι πως εγίνηκεν, πράματα που τον επαίρναν πολλά πίσω στον χρόνο.

Επροχώραν η κουβένταν μας τζιαι έτσι σαν εσυντηχάνναμεν, έπκιασα το λαούτον, τάχα μου να το κουρτίσω. Τάχα μου δεν τα κατάφερνα τζιαι αρώτουν τον τους τόνους.

Φέρτο δα λαλεί μου

Έπκιασεν το. Μήνες ύστερα που έχασεν το γιον του τζιαι το ταίριν του,

Στην αρκήν σαν να εδειλίαν.
Επκιασεν το όπως πκιάννεις κάτι το ιερόν.

Είδεν το καλά καλά, εχαΐδεψεν το, είδα τον που επογιάλωσε,
εκούρτησεν το τζιαι άρκεψεν να παίζει.

Εγίνην πάλαι ένα με το λαούτον του, επήεν γρόνια πίσω

Εχάθηκεν μες το παίξιμον του.

Εδείκλησα που την άλλην να με δει τα δάκρυα μου που ετρέχαν σιωνωτά

Ινταλοϊς εν η ζωή εσκέφτηκα




Το λαούτο του τζιυρού μου εν πάνω στα ψηλά ράφκια
του αρμαρκού μου

Μιαν ημέραν εννα το κατεβάσω τζιαι σαν το κουρτίζω
εννα φωνάξω τον γιόν μου τζιαι θα του πω ιστορίες πολλές.

Για τον παππού του, για την γιαγιά του
για το χωρκό μας τζιαι τους αθρώπους του,
για τον πονεμένον τζιαι τον πληγωμένον τόπο μας

θα του πω πολλά

Νάσιει να λαλεί στο δικόν του γιο
τζιαι τζείνος στον δικόν του

Τούτες εν οι ρίζες μας σε τούτον τον τόπο, γιε μου εννα του πω,

Εν όπως το δενδρόν
Αν τες αφήκουμεν να σαπιθούν
εννα ξεράνει το δεντρόν

Τζιαι τότες που ννάρτει ο τζαιρός, που εννα του παραδώσω το λαούτο

ξέρω πως έννα το αγαπά
Τζιαι πως θα το προσέχει

Τζιαι πως τζιαι για λλόου του, όπως τζιαι σε μέναν τωρά,

εννάν κειμήλιον ιερό.








Sunday, June 14, 2009

Το καλοκαίρι 2

Tο καλοκαίρι θα...

Δίπλα στην θημωνιά
Νερό απ το πηγάδι

Το τζιτζίκι
Το τριζόνι
Ο Γκιώνης

Το καλοκαίρι θα…

Το γιασεμί, γιασεμί μου

Το ξημέρωμα
Το φεγγάρι
Η συκιά

Το καλοκαίρι θα…

Στα βότσαλα στην άμμο
με τον φλοίσβο
και τον γλάρο
Η βαρκούλα του ψαρά
Το νησί
Το περιγιάλι

Το τραπεζάκι
με καρό τραπεζομάντιλο
Ο μεζές
και το ουζάκι

Το καλοκαίρι θα….
Το καλοκαίρι θα….

Αυτό το καλοκαίρι… δεν….

Το άλλο καλοκαίρι ίσως...






Καλό καλοκαίρι

Tuesday, May 26, 2009

Ο πεύκος των φιλικουτουνιών



Τούτος εν ο πεύκος μου

Εφύτεψα τον που τον τζιαιρόν που επαντρέφτηκα τζιαι έκατσα μες στο σπίτι

Στην αρκήν, για κάμποσα χρόνια, ήταν έναν ψώρικον δεντρούϊν
τζιαι ενόμιζα πως εν θα άντεχεν τζιαι πως θα εξεράνισκεν

Άμαν επεράσαν καμμιάν δεκαπενταρκάν χρόνια, ο πεύκος μου,
τζιαμαί που τον εφοούμουν, επήρεν ππερεντέ τζιαι εγίνετουν θηρίον

Τα τελευταία χρόνια εν η αλήθκεια, εδράτζιασεν, εψήλωσεν τζιαι εγίνην ως τζειπάνω τζιεί δεντρόν

Έσιει θκυό τρία χρόνια ήρτασιν κάτι φιλικουτούνια τζιαι εκτίσαν την φουλιάν τους πας
τον πεύκον μου.

Παρακολουθώ τα.
Όπου τζιαν παν, όπου τζιαν γυρίζουν, στρέφουνται να τζιοιμηθούν
μες την φουλιάν τους

Εγεννήσασιν κανένα θκυο φορές τζιαι εξηπουλιάσασιν τα αυκά τους μες τζείνην την
φουλιάν

Κάποτε που το σκέφτουμαι λαλώ πως έσιει τζιαι άλλους που λαλούν τον πεύκον
«ο πεύκος μου» τζιαι πως μπορεί τζιαι να τον αγαπούν περίτου τζιαι που εμέναν

Εσκέφτηκα το πολλές φορές τζιαι είπα πουμέσα μου.

«Εγιώ έχω σπίτι. Ζιώ μέσα με την οικογένειαν μου. Ο πεύκος κάμνει μου οσσιόν μες την αυλή μου τζιαι δροσίζει μου το σπίτιν. Ίντα τα θέλω τα πολλά ».

Που τα τωρά τζιαι να πάει επήρα το απόφασην.
Εν θα λαλώ ‘Ο πεύκος μου’ έννα λαλώ ‘Ο πεύκος των φιλικουτουνιών’

Έτσι που τα θωρώ τζιαι πάσιν τζιαι έρκουνται τζιαι ακούω τα που κουρκουρίζουν
κάμνουν την καρκιάν μου να αννοίει φύλλα - φύλλα

Αν ήταν τρόπος ήταν να τους τον κοτσιανιάσω



Sunday, April 26, 2009

πέντε πουλιά


Πέντε πουλιά πέταξαν

Πέντε πουλιά

Ο κυνηγός χάιδεψε το τόξο του και τρόχισε το βέλος του

Ο ποιητής άδραξε το μολύβι του κι’ άπλωσε το χαρτί του

Ο αετός μύρισε τα νύχια του κι ακόνισε το ράμφος του

Το παιδί πιάστηκε στα φτερά τους και πέταξε μαζί τους

Πέντε πουλιά πέταξαν

Πέντε πουλιά

Μοίρασαν σε όλους μας ελπίδες

Κι’ ύστερα χάθηκαν πέρα απ΄ τον ορίζοντα

Πήραν μαζί τους τα όνειρα μας

Παραμείναμε από τότε να κοιτάζουμε τον ουρανό ακίνητοι

Σαν σκιάχτρα αμίλητα

Προσμένοντας

Πέντε πουλιά

Να χτίσουν τις φωλιές τους

Στην αχυρένια μας καρδιά


Friday, April 03, 2009

Στην ταπεινή την όχθη



Οι παπαρούνες
οι σεμνές μαργαρίτες
οι πέτρες
το λίγο νερό
Όλα σε φόντο πράσινο

Ο Εσπερινός
Η καμπάνα που κτυπά
το ατέλειωτο παιγνίδι
ο ήχος της σιωπής
Η αναμονή της Ανάστασης
οι ψαλμωδίες ( χωρίς μικροφωνικές )
τα αθασούθκια
οι λαλλέδες
οι μπάγκαλλοι
Το ολοκάθαρο δροσερό νερό του ποταμού
η Ανάσταση
Καλό - καλό- καλό Πάσχα
( Πότε ήταν αλήθεια Χριστούγεννα ?
Ο χρόνος πετά ή μου φαίνεται )
Ο χρόνος
ο Κρόνος

Saturday, March 14, 2009

Γυρνώ τις ώρες

Γύρνα τις ώρες που χάθηκαν απόψε
κοίτα που φεύγεις πως κλαίει το δειλινό

Kάπου νυχτώνει κι ο ήλιος παγώνει
χάνεται ο δρόμος και πού να σταθώ
Κάπου βραδιάζει, μην κλαις, δεν πειράζει
πες πως τελειώνει ο κόσμος εδώ

Aγέρας παίρνει απόψε την ζωή μου
κλείνω τα μάτια που φεύγεις να μην δω

Αφορμή για το σημερινό ποστ είναι το email του φίλου μου του dreamwalker
με το πιο πάνω τραγούδι σε mp3. Το τραγουδά με πολύ ευαίσθητο τρόπο ο Μανόλης Φάμελλος. Δυστυχώς δεν μπόρεσα να το ανεβάσω.

« Γυρνώ τις ώρες »

Κάποτε, 1972, 73

Κάπου , σε ένα μικρό καφενείο - ταβερνάκι

Γεμάτος όνειρα για τη ζωή που ήταν μπροστά

Το juke box με μισό σελίνι, να παίζει αυτό το τραγούδι

Και να κεντά το μουσικό πουλόβερ
που θα ντύσει ζεστά στη συνέχεια
μουσικά την ψυχή μου

Μισό σελίνι και η φίσια στο ποδοσφαιράκι
μισό και στο φλίππερ

Τότε που ζούσε ακόμα ο θείος Σωκράτης
και έψηνε τον καφέ
πάντα με μπόλικο καïμάκι

Ένα τριαντάφυλλο, μια λεμονάδα,
ένα πακέτο τσιγάρα στο αλουμινένιο δίσκο
για να τα πάρω στο διπλανό τραπέζι

«Κάπου βραδιάζει
Μην κλαις δεν πειράζει»

Ελπίδα στην φτώχια,
ύστερα βάλσαμο στον βαρύ τον πόνο
που ήταν της μοίρας να ρθει

Ή που τον φέραμε

Νέα λέξη: ‘πραξικόπημα’

Τι να σημαίνει άραγε
Γιατί να είναι εκείνοι και εμείς
Αφού πάντα όλοι είμαστε εμείς

Ύστερα η λέξη ‘πόλεμος’,
Μέχρι τότε παράπεμπε σε ταινίες
του διπλανού σινεμά και μόνο

Αργότερα,

Τα αεροπλάνα που έσχιζαν τον καλοκαιριάτικο
ανυποψίαστο ουρανό της Κύπρου

«Πως κλαίει το δειλινό»

«Κάπου νυκτώνει»

Οι λάμψεις στον Πενταδάκτυλο

«Κλείνω τα μάτια»

σε 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, ακολουθούσε η υπόκωφη έκρηξη

Οι ριπές
Οι χαμοί

Τα πολεμικά ανακοινωθέντα
το αθώο αίμα, που χυνόταν ζεστό στο χώμα

Οι ανακοινώσεις για ανάγκες των νοσοκομείων σε αίμα

Το πτώμα του ξαφνιασμένου φαντάρου
στο σκονισμένο πάτωμα του λαντρόβερ


Ο Μπαïράκ, οι ειδήσεις, ο τρόμος,

«Ο ήλιος παγώνει»

Ύστερα,

Το Βαρώσι η Κερύνεια η Μόρφου, οι πρόσφυγες
Με ότι είχαν και δεν είχαν
όλα στοιβαγμένα σε ένα βαν

« Χάνετε ο δρόμος και που να σταθώ »

Ο βομβαρδισμός,
στα περιβόλια με τις πορτοκαλιές
και στα ποτισμένα τριφύλλια,
μια ανάσα πιο πέρα
Κρατημένες οι ανάσες σε κάθε νέα
βύθιση των αεροπλάνων
«Ο κόσμος τελειώνει εδώ»

Τα αδέλφια μου στην κατάταξη, στις μάχες

Οι τρομοκρατημένοι γονιοί

«Κλείνω τα μάτια που φεύγεις να μην δω»

Ύστερα οι σκοτωμένοι, οι αγνοούμενοι, οι αιχμάλωτοι,

Οι ήρωες


«Κάπου νυκτώνει»

Ο ζεστός καφές, το juke box, το μισό σελίνι,

Η μισή πατρίδα, το ζεστό αίμα

Κι, όμως

Λίγο πριν,
το διπλανό σινεμά
έφτιαχνε ορίζοντες,

Υποσχόταν μια ζωή σινεμασκόπ

«Γυρνώ τις ώρες»

Δεν κράτησε το λόγο του το σινεμά, σκέφτομαι
Ή μήπως τον κράτησε,

Οι μαυρόασπρες αναμνήσεις μπλέκονται
με τα έντονα χρώματα της νέας μου LCD
τηλεόρασης
και της ανανεωμένης πόλης μου
Γίνονται συνοθήλευμα

Τι είναι αλήθεια και τι ψέμα, σκέφτομαι

Η ζωή μου που βραδιάζει ?
Ο κόσμος που τελειώνει ?
Ο ήλιος που παγώνει ?


Γυρνώ τις ώρες,

Γεμάτος αναμνήσεις για τα χρόνια που πέρασαν

«Αγέρας παίρνει απόψε τη ζωή μου»

Παίρνει τη θύμηση μου στα παλιά
που φαντάζουν τόσο μακρινά
και τόσο κοντινά ταυτόχρονα

«Μην κλαις δεν πειράζει»


υποβάλλει ο Κουγιουμτζης

Υπακούω

Δεν κλαίω

Μόνο θυμάμαι



Sunday, January 18, 2009

Το ποτάμι μας



Θυμάσαι τον μικρό μας φράκτη

Γράψανε πάνω «ελευθερία»
Mε αίμα

Ύστερα γράψανε «ψωμί»
με τον ιδρώτα τους

Τα χρόνια πέρασαν

Έφτιαξαν με γκράφιτι
σύμβολα περίεργα, τρομακτικά

Ύστερα κόλλησαν διαφημιστικές αφίσες

Πάνω από τις αφίσες
κάποιος έγραψε

«φοβάμαι μόνος»

Ύστερα το οικόπεδο
πουλήθηκε για ανάπτυξη

Ένα κίτρινο θηρίο μουγκρίζοντας
έριξε κάτω
τον μικρό μας φράκτη

Το φορτηγό που μετάφερε
τις παρδαλές του πέτρες
μπάζωσε άστοργα
το ποτάμι μας

Εκεί που παίζαμε πιτσιρικάδες

Τώρα δεν έχουμε χώρο αρκετό
για κανένα παιγνίδι

Ούτε χρόνο
Μας πρόδωσε πισώπλατα

Οι μασκαρεμένες πέτρες
Ποιος το περίμενε
Εκείνες

Έφραξαν μια για πάντα
Τα όνειρά μας