Γύρνα τις ώρες που χάθηκαν απόψε
κοίτα που φεύγεις πως κλαίει το δειλινό
Kάπου νυχτώνει κι ο ήλιος παγώνει
χάνεται ο δρόμος και πού να σταθώ
Κάπου βραδιάζει, μην κλαις, δεν πειράζει
πες πως τελειώνει ο κόσμος εδώ
Aγέρας παίρνει απόψε την ζωή μου
κλείνω τα μάτια που φεύγεις να μην δω
Αφορμή για το σημερινό ποστ είναι το email του φίλου μου του dreamwalker
κοίτα που φεύγεις πως κλαίει το δειλινό
Kάπου νυχτώνει κι ο ήλιος παγώνει
χάνεται ο δρόμος και πού να σταθώ
Κάπου βραδιάζει, μην κλαις, δεν πειράζει
πες πως τελειώνει ο κόσμος εδώ
Aγέρας παίρνει απόψε την ζωή μου
κλείνω τα μάτια που φεύγεις να μην δω
Αφορμή για το σημερινό ποστ είναι το email του φίλου μου του dreamwalker
με το πιο πάνω τραγούδι σε mp3. Το τραγουδά με πολύ ευαίσθητο τρόπο ο Μανόλης Φάμελλος. Δυστυχώς δεν μπόρεσα να το ανεβάσω.
« Γυρνώ τις ώρες »
Κάποτε, 1972, 73
Κάπου , σε ένα μικρό καφενείο - ταβερνάκι
Γεμάτος όνειρα για τη ζωή που ήταν μπροστά
Το juke box με μισό σελίνι, να παίζει αυτό το τραγούδι
Και να κεντά το μουσικό πουλόβερ
που θα ντύσει ζεστά στη συνέχεια
μουσικά την ψυχή μου
Μισό σελίνι και η φίσια στο ποδοσφαιράκι
μισό και στο φλίππερ
Τότε που ζούσε ακόμα ο θείος Σωκράτης
και έψηνε τον καφέ
πάντα με μπόλικο καïμάκι
Ένα τριαντάφυλλο, μια λεμονάδα,
ένα πακέτο τσιγάρα στο αλουμινένιο δίσκο
για να τα πάρω στο διπλανό τραπέζι
«Κάπου βραδιάζει
Μην κλαις δεν πειράζει»
Ελπίδα στην φτώχια,
ύστερα βάλσαμο στον βαρύ τον πόνο
που ήταν της μοίρας να ρθει
Ή που τον φέραμε
Νέα λέξη: ‘πραξικόπημα’
Τι να σημαίνει άραγε
Γιατί να είναι εκείνοι και εμείς
Αφού πάντα όλοι είμαστε εμείς
Ύστερα η λέξη ‘πόλεμος’,
Μέχρι τότε παράπεμπε σε ταινίες
του διπλανού σινεμά και μόνο
Αργότερα,
Τα αεροπλάνα που έσχιζαν τον καλοκαιριάτικο
ανυποψίαστο ουρανό της Κύπρου
«Πως κλαίει το δειλινό»
«Κάπου νυκτώνει»
Οι λάμψεις στον Πενταδάκτυλο
«Κλείνω τα μάτια»
σε 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, ακολουθούσε η υπόκωφη έκρηξη
Οι ριπές
Οι χαμοί
Τα πολεμικά ανακοινωθέντα
το αθώο αίμα, που χυνόταν ζεστό στο χώμα
Οι ανακοινώσεις για ανάγκες των νοσοκομείων σε αίμα
Το πτώμα του ξαφνιασμένου φαντάρου
στο σκονισμένο πάτωμα του λαντρόβερ
Ο Μπαïράκ, οι ειδήσεις, ο τρόμος,
«Ο ήλιος παγώνει»
Ύστερα,
Το Βαρώσι η Κερύνεια η Μόρφου, οι πρόσφυγες
Με ότι είχαν και δεν είχαν
όλα στοιβαγμένα σε ένα βαν
« Χάνετε ο δρόμος και που να σταθώ »
Ο βομβαρδισμός,
στα περιβόλια με τις πορτοκαλιές
και στα ποτισμένα τριφύλλια,
μια ανάσα πιο πέρα
Κρατημένες οι ανάσες σε κάθε νέα
βύθιση των αεροπλάνων
«Ο κόσμος τελειώνει εδώ»
Τα αδέλφια μου στην κατάταξη, στις μάχες
Οι τρομοκρατημένοι γονιοί
«Κλείνω τα μάτια που φεύγεις να μην δω»
Ύστερα οι σκοτωμένοι, οι αγνοούμενοι, οι αιχμάλωτοι,
Οι ήρωες
«Κάπου νυκτώνει»
Ο ζεστός καφές, το juke box, το μισό σελίνι,
Η μισή πατρίδα, το ζεστό αίμα
Κι, όμως
Λίγο πριν,
Τα αδέλφια μου στην κατάταξη, στις μάχες
Οι τρομοκρατημένοι γονιοί
«Κλείνω τα μάτια που φεύγεις να μην δω»
Ύστερα οι σκοτωμένοι, οι αγνοούμενοι, οι αιχμάλωτοι,
Οι ήρωες
«Κάπου νυκτώνει»
Ο ζεστός καφές, το juke box, το μισό σελίνι,
Η μισή πατρίδα, το ζεστό αίμα
Κι, όμως
Λίγο πριν,
το διπλανό σινεμά
έφτιαχνε ορίζοντες,
Υποσχόταν μια ζωή σινεμασκόπ
«Γυρνώ τις ώρες»
Δεν κράτησε το λόγο του το σινεμά, σκέφτομαι
έφτιαχνε ορίζοντες,
Υποσχόταν μια ζωή σινεμασκόπ
«Γυρνώ τις ώρες»
Δεν κράτησε το λόγο του το σινεμά, σκέφτομαι
Ή μήπως τον κράτησε,
Οι μαυρόασπρες αναμνήσεις μπλέκονται
με τα έντονα χρώματα της νέας μου LCD
τηλεόρασης
Οι μαυρόασπρες αναμνήσεις μπλέκονται
με τα έντονα χρώματα της νέας μου LCD
τηλεόρασης
και της ανανεωμένης πόλης μου
Γίνονται συνοθήλευμα
Τι είναι αλήθεια και τι ψέμα, σκέφτομαι
Η ζωή μου που βραδιάζει ?
Ο κόσμος που τελειώνει ?
Ο ήλιος που παγώνει ?
Τι είναι αλήθεια και τι ψέμα, σκέφτομαι
Η ζωή μου που βραδιάζει ?
Ο κόσμος που τελειώνει ?
Ο ήλιος που παγώνει ?
Γυρνώ τις ώρες,
Γεμάτος αναμνήσεις για τα χρόνια που πέρασαν
«Αγέρας παίρνει απόψε τη ζωή μου»
Παίρνει τη θύμηση μου στα παλιά
που φαντάζουν τόσο μακρινά
και τόσο κοντινά ταυτόχρονα
«Μην κλαις δεν πειράζει»
υποβάλλει ο Κουγιουμτζης
Υπακούω
Δεν κλαίω
Μόνο θυμάμαι