Sunday, October 17, 2010

άτιτλο


Ένα σύνθημα που κινδυνεύει να θεωρηθεί εκτός τόπου και χρόνου

( Τι λες ρε φίλε ?

Άλλα μας απασχολούν

Που το θυμήθηκες ? )

Έτο, Είδα κάτι φιλμάκια στο you tube τζιαι ήρτε μου

Συγχωρείστε με για την ενόχληση

Thursday, October 14, 2010

Ο Τζιήμης


Ο Τζιήμης

Ο Τζιήμης ήταν ένας καλός άθθρωπος
Λλίον παρεξηγημένος, μα μόνον που πλάσματα που εν ηξέρουν
να συγκόφκουν. Οι πιο πολλοί αγαπούσαν τον

Είσιεν δίαφορες ιστορίες ο Τζιήμης τζιαι πολλές φορές οι χωρκανοί
ελαλούσαν τες μες τους καφενές τζιαι στες συναναστροφές τους
τζιαι εγελούσαν.

Έχθρούς εν είσιεν ο Τζιήμης

Μόνο φίλους. Τζιαι άμαν τον επηράζαν, ανταπόδιδεν το,
πάντα όμως με καλοσύνη

Ο Τζιήμης εξεχώριζεν ιδιαίτερα για έναν χαρακτηριστικόν του




Ηταν τίμιος τζιαι ίσιος άθθρωπος.

Ελάλεν πάντα την αλήθκειαν
με οποιοδήποτε τίμημα

Ο Τζιήμης εν έθελε να χρωστεί σε κανέναν
τζιαι άμαν έκοφκε μέσα έκαμνε τη γη πηγή
να έβρει τρόπο να πάρει πίσω τα χρωστούμενα.

Αν δεν εκράτεν θα έρκετουν να σου πεί ότι εν εμπορούσε να ανταποκριθεί.
Θα σου ελάλεν ότι στες τόσες του μηνός εννάρτω να σε ξοφλήσω τζιαι έρκετουν. Εμπόρηεν να μεν έσιει να φάει να μεν έσιει να πιει, αλλά εφύλαεν τα ρυάλια του τζιαι έρκετουν την ημέραν τζιαι την ώρα που σου ελάλεν τζιαι έφερνεν τα.

Ήταν πολλά ίσιος άθθρωπος.

Εννα σας διηγηθώ μιαν ιστορία του που φανερώνει ακριβώς τον χαρακτήρα του

Κάποτε στον καφενέ, άμαν εν έβρισκε κανέναν σύντροφο να παίξει μαζί του ττάβλι

Έπαιζε μόνος του.

Εκάθετουν πας την μιαν καρέκλα. έστηννε τες πέτρες τζιαι έτασσε.

Αν έπρεπε να παίξει πρώτος έπαιζε. Αν ήταν δεύτερος έπαιζε δεύτερος. Αποκλείεται να εγέλαν του εαυτού του.

Αμαν έσυρνεν τη ζαρκάν του εσκέφτετουν τζιαι έκαμνεν τζείνον που θα έκαμνεν αν έπαιζε με οποιοδήποτε άλλον.



Υστερα επήαιννεν στην απέναντι καρέκλα τζιαι έσυρνεν τα ζάρκα ως αντίπαλος.

Να μεν τα πολλυλοούμεν, ύστερα που κάμποσην ώρα πήαιννε - έλα, ετέλιωννεν το παιγνίν

Νικητής ήταν, για τζείνος, για ο εαυτός του

Εν υπήρχε περίπτωση να γελάσει του εαυτού του

Άμαν ετέλιωννεν, αν ήταν νικητής, έπηννεν γεμάτος περηφάνια μια κόκα κόλα, για έτρωεν κανέναν λίζο. Αν ήταν ηττημένος ετζιέρναν του εαυτού του που τον ενίτζιησεν την κόκα κόλα, για το λίζο.

Τόσο τίμιος τζιαι ειλικρινής ήταν ο Τζίήμης.


Έναν δείλις είπασιν επέθανεν ο Τζιήμης

Επαραξενευτήκαμεν ούλλοι, ήρτεν μας ανάποδα
γιατί δεν ήταν ούτε άρρωστος ούτε γέρος

Μες τη λύπη μου εσκέφτηκα τζιαι έκαμα έναν σενάριο
για τον τρόπο που επέθανε.


Έτσι σαν ήταν μες το κρεββάτιν του, ήρτεν ο χάρος τζιαι είπεν του:

Άτε Τζιήμη πάμεν τζιαι ήρτεν η ώρα σου

Ήρτα να σε πάρω...

Ο Τζιήμης επάωσεν που τον φόον του

μα παραπάνων εξαφνιάστηκεν.
Εν επερήμενεν τόσο γλήορα τουτον τον μουσαφίρη

Θα σου δώκω όμως μιαν ευκαιρία, λαλεί του ο χάρος

Άκουσα αρέσκει σου να παίζεις ττάβλι

Εν αλήθκεια, αρέσκει μου λαλεί του, ο Τζιήμης

Εντάξει λοιπόν, θα παίξουμεν ττάβλι,
λαλεί του ο χάρος

Αν με κερτίσεις θα σε αφήκω να ζήσεις. Αν σε νιτζιήσω θα σε πάρω μαζί μου

Δέχεσε ?

Δέχουμε λαλεί του ο Τζιήμης, τζι' έτρεμεν σαν το φύλλον

Τζι’ αρκέψαν το παιγνίν.

Ετάξασιν

Πρώτος έπαιξεν ο χάρος
Τέσσερα δύο κάμνω πόρταν, έξι άσσον φκαίννω έξω,
Τέλος πάντον, εξάρες ο ένας, τόρτζια ο άλλος, επροχώραν το παιγνίν.

Εθαύμασεν τον ο χάρος πόσον ίσια τζιαι τίμια έπαιζεν

Εσυμπάθησεν τον

Εμειναν δκυο πέτρες του Τζιήμη τζιαι τέσσερις του χάρου

Έπαιζεν ο χάρος.

Σύρνει τα ζάρκα του τζιαι έφερεν εξάρες.

Του Τζιήμη ελυγίσαν τα πόθκια του, έχασεν το χρώμαν του τζιαι τη συντυσιάν του

Εμετάνωσεν το ο χάρος τζιαι ελυπήθηκεν τον το γέρημον τον Τζιήμη

Έχωσεν μάνι μάνι με το μανίτζιην του τα ζάρκα,
τζιαι λαλεί του

Έξι πέντε, παίξε Τζιήμη
Έλα τα ζάρκα τζιαι παίξε
εν η σειρά σου

Όϊ χάρο, έννεν έξι πέντε που έφερες

Εν εξάρες

Εν καταδέχουμαι να σε νιτζιήσω με το ψέμα

Πιάστες πέτρες σου
πκιάς την τζιαι την ψυσιήν μου


Έτσι εφαντάστηκα πως επέθανεν ο Τζιήμης

Τίμιος τζιαι ίσιος

Sunday, October 10, 2010

Μια σπίθα



Ήμουν μια σπίθα
Πέρασα ξυστά από την αγάπη

Έσκισα για μια στιγμή το σκοτάδι μου

Νόμισα τον εαυτό μου αφέντη του φωτός

Στο διάβα μου έφεξα,
ζέστανα μα πιότερο έκαψα

Στο απόγειο,
αμφισβήτησα τον ήλιο,
τον ίδιο το Θεό μου

Με σκήπτρο ένα καλάμι
μεσουράνησα

Φόβισα
Είδα ματόκλαδα να κλείνουν
μπροστά στη λάμψη της πυγμής μου

Είδα να γονατίζουν
μπροστά στης νιότης μου το θάμπος

Μέθυσα
μπροστά από ένα καθρέφτη πλάνο
στη θέα του γυμνού κορμιού μου

Αποφάσισα τότε ανέκκλητα

Ήμουν και εγώ Θεός

Νόμισα

Μα ήμουν μια σπίθα μόνο
που πέρασε ξυστά από την αγάπη

Με άνθρακα ψυχή

Μονάχα αυτό
Σιερετώ τους φίλους μου.
Θέλω να πω πολλά αλλά πολλές φορές
( συγχωράτε με ) έρκουνται μου έτσι,
όπως τε αζίνες.
Άμαν τα προκάμω γράφω τα.
Αν δεν τα προκάμω, χάννουνται
ή μπορεί να κρύφουν μες την ψυσιήν μου
ποιος ιξέρει
Ταπεινά
Kkai Lee





















Friday, October 01, 2010

Ο Αγωγιάτης και η πουτάνα ζωή


Wheat Field with a Lark
Vincent Van Gogh


Ο Αγωγιάτης και η πουτάνα ζωή

Παίρνει δρόμο, δρόμο αφήνει
ώσπου τον βρήκε η νύκτα

Έφαγε το τελευταίο του ξεροκόμματο,
ήπιε το στερνό του ρακί,
έβαλε το σταυρό του
κι’ αποκοιμήθηκε.

Για μαξιλάρι είχε μια πέτρα

Για στρώμα την μάνα γη.

Ήταν μια νύκτα άναστρη
Όχι σαν τις άλλες

Φύλλο δεν κουνιότανε
Ούτε σκυλιά γαβγίζανε
Ούτε η κουκουβάγια πέρασε
Ούτε αλαφροπέταξε ο Γκιώνης

Όλα ήταν πρωτόγνωρα βουβά

Εκείνη τη νύκτα δεν ονειρεύτηκε
Μέτρησε μόνο τις μέρες του

Πέρασε flashback τη ζωή του,

Χαμογέλασε
μα πιο πολύ δάκρυσε,

Φτάνει : Είπε, φτάνει

Τώρα θέλω να κοιμηθώ
στην αγκαλιά της γης

Με μια πέτρα προσκεφάλι



Μα ο καλός Θεός
ούτε κι απόψε τον άκουσε

Το πρωί ξύπνησε πάλι βήχοντας
Έφτυσε κατά γης

Πουτάνα ζωή, είπε
Πάλι μου την έφερες

Και ξαναπήρε δρόμο



Κατά το απομεσήμερο

Ένας κορυδαλλός από το διπλανό
αθέριστο χωράφι
με τις κόκκινες παπαρούνες
του σφύριξε,


Χαμογέλασε,

Πουτάνα ζωή

Είπε

Πουτάνα