Wednesday, December 26, 2007

'Χορεύοντας με τις λέξεις' ή 'Οι άστεγοι των Χριστουγέννων'

Θα σας αφηγηθώ μια αληθινή ιστορία με λέξεις:

‘Επιτόκιο’.

Είναι μια λέξη που η Τζόαν πρωτάκουσε στην πέμπτη δημοτικού.

Μια λέξη που καρφώθηκε στο μυαλό της.

Παράπεμπε σε τράπεζες, σε χρήμα, σε επιτυχίες, στη λάμψη,
στο όνειρο.

Επιτόκιο. Η Τζόαν έκανε όνειρα με αυτή τη λέξη

‘Επίτοκος’.

Παρόμοια λέξη που σημαίνει τη γυναίκα ή το θηλυκό γενικότερα, που από στιγμή σε στιγμή θα γεννήσει. Θα φέρει σ’ αυτό τον κόσμο νέα ζωή γεμάτη όνειρα.

Την λέξη επίτοκος η Τζόαν δεν την ήξερε τότε
την έμαθε πολύ αργότερα, λίγο πριν γεννήσει το δεύτερο της παιδί.

Η συνέχεια της ιστορίας

Στην Αμερική στο τέλος του 2007 ανέβηκαν τα επιτόκια.

Μια άλλη λέξη τότε, πήρε τη θέση της λέξης Επιτόκιο

‘Έξωση’.

Τρομερή λέξη. Αν την κοιτάξεις καλά, έχει κοφτερά δόντια και γρυλίζει,
σαν να λέει:

‘Έξω εσύ’

Εκατοντάδες οικογένειες, επειδή δεν μπορούσαν να πληρώσουν πλέον τις δόσεις τους,
βρέθηκαν στο δρόμο.

Κατασχέθηκαν τα σπίτια τους από τις τράπεζες

‘Κατάσχεση’

Η πράξη με την οποία περιουσιακό στοιχείο κάποιου τίθεται υπό δικαστική δέσμευση και του αφαιρείται το δικαίωμα διάθεσής του.

Τώρα ζουν σε σκηνές στο πάρκο
Αργότερα μπορεί και να γυρίζουν άστεγοι στους σταθμούς των τρένων

Η Τζόαν όμως, δεν περίμενε να την προδώσει αυτή η μαγική, και πολλά υποσχόμενη λέξη που πάνω της πόνταρε τόσα πολλά, που πίστεψε τόσο πολύ στο όνειρο.

Τουλάχιστον όχι αυτήν που έκανε όσα μπορούσε,
μα που τελικά αποδείχτηκε ότι δεν ήταν αρκετά.

Το όνειρο που έγινε εφιάλτης

Το ‘επιτόκιο’ που όταν ψήλωσε, μετατράπηκε, βάσει των νόμων, σε ‘έξωση’

Έξωση.

Απότοκο του ψηλού επιτοκίου

‘Απότοκο’

Μια παρόμοια με το επιτόκιο λέξη που σημαίνει παρεπόμενο, επακόλουθο.

Και πού να βρεθεί ένα καθαρό σεντόνι για να γεννήσει η επίτοκή, δηλαδή η Τζόαν,
το τρίτο της παιδί

Δεν θα βρεθεί.

Δεν είναι δυνατό να εξισώνονται τα πάντα.

Άλλο Έξωση άλλο εξίσωση, όσο κι αν μοιάζουν.

‘Εξίσωση’

Παρόμοια λέξη που παραπέμπει στην ισότητα

‘Ισότητα’

Μια λέξη που κανείς πια δε διαμαρτύρεται όταν βιάζεται

'Βιασμός'

Είναι μια λέξη που την ακούει όλο και πιο πολύ.
Μια έννοια που την νοιώθει να την κυριεύει όλο και πιο πολύ.

Βιασμός επιτόκιο, επίτοκος, απότοκο, εξίσωση, έξωση, ελπίδα, όνειρο εφιάλτης, κατάσχεση, ισότητα, βιασμός.


Αυτή ήταν η μικρή ιστορία με λέξεις.

Mε προεξάρχουσες τις λέξεις,

‘Επιτόκιο’, ‘Έξωση’ και ‘Βιασμός’


Σημαντική σημείωση: Κάθε λέξη έχει το πραγματικό νόημα που της αποδίδεται.


Χριστούγεννα 2007

( ‘Χριστούγεννα’

Όταν τα media θυμούνται τους άστεγους επειδή, ειδικά αυτή την εποχή,
‘πουλούν’ ).

Monday, December 24, 2007

Είσαι από άμμο


Ι

Είσαι από άμμο,
Πράσινος, βουβός, ανέλπιδος

Σε λίγο το κύμα θα σε καταπιεί.

Θα απλωθείς,

Κι ‘ κόκκοι σου...
Το μόνο παρήγορο, θα είναι αμέτρητοι

Τι κομπάζεις τώρα,

Ποιον θα ξεγελάσεις

Κοίτα, κοίτα το κύμα από μακριά,
το βλέπεις, καταπάνω σου έρχεται

Εσένα έχει στόχο

Δεν μπορείς σε μια στιγμή να γίνεις βράχος
όσο κι’ αν παρακαλάς τον ουρανό

Είσαι θνητός,

Όπως και ο βράχος,
όπως κι’ ο κόκκος, όπως κι’ ο ουρανός

Ο θάνατος απλά είναι θέμα χρόνου




ΙΙ


Γι’ αυτό μη κομπάζεις

Δέξου απλά το χάδι του ήλιου
και αντανάκλασε την ζεστασιά του


Αυτή είναι η αιωνιότητα

Εδώ είναι

Μέσα σ’ αυτή την ταπεινή στιγμή


Μην τη ζητάς αλλού.

Θυμήσου είσαι από άμμο,
Θυμήσου, έρχεται το κύμα

Saturday, September 22, 2007

Ήταν να μη γινεί το κακό

Αφιερωμένο στον φίλο Ασερά
και στην καλή του παρέα

«Ήταν να μη γινεί το κακό.
μα εγίνην

Ποττέ ξανά τα πράματα έθθα γινούν τα ίδια.

Μια λύση θέλει πολλά καλή θέληση αλλά τζιαι πρακτικές μεθόδους πάνω σε καθημερινή βάση για να γινεί πρώταπόλα δυνατή η συμβίωση.

Δυστυχώς όμως τα μυαλά τζιαι οι συνειδήσεις των ανθρώπων είναι μολυσμένα ( αμαρτίες αιώνων ή αμαρτίες γονέων παιδεύουσιν τέκνα ) τζιαι κάποιοι θέλουν τζιαι καταφέρνουν να τα διατηρούν έτσι.

Άμα βάλεις μέσα τζιαι τα οικονομικά συμφέροντα η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο σιειρόττερη.

Προσωπικά πιστεύκω τζιαι θέλω να πιστεύκω ότι οι αθρώποι, άσπροι μαύροι κότσιηνοι, ( όσο τζιαν φαίνεται ρομαντικό τζιαι ουτοπικόν ), εν έχουν τίποτε να χωρίσουν.
( Ήντα σημασίαν έσιει όμως ίνναμπου πιστεύκω εγιώ )

Έλα όμως που άμαν μείνουμε χωρίς εχθρούς νοιώθουμεν ( έτυχε σας ? ) σάννα κάτι μας λείπει.

Είμαστεν εθεισμένοι. Έχουμεν ανάγκην από εχθρούς.
Επιβεβαιώνουμε έτσι τη δύναμη, τον ανδρισμό τζιαι τον πατριωτισμό μας.

Αγαπούμεν τους "εχθρούς" μας στο τέλος γιατί έχουμεν τους απόλυτην ανάγκη. Εν όπως τους βαρβάρους του Καβάφη.

Το θέμαν είναι δηλαδή τζιαι ψυχολογικόν.

Άρα  το κυπριακόν είναι

ψυχολογικόεθνικοπατριωτικόοικονομικοιστορικοθρησκευτικοπολιτικο κλπ θέμα

τζιαι εμείς ( η γενιά μας δηλαδή, φτίμμα – γλίμμαν της προηγούμενης τζιαι φοούμε, μήτρα της επόμενης ) που καλείται να το λύσει είναι

Αδιαφοροσυμεφοντολογοσυγχισμένοψευτομαγκοφωνακλαφανατικομπουρδολόγοι κλπ

Αμα λυθεί τούτη η εξίσωση εννα λυθεί τζιαι το κυπριακόν

Τόσο απλά δηλαδή εν τα πράματα.
Ε ππις οφ κκέϊκ που λαλούν τζιαι οι Εγγλέζοι ( που παρεμπιπτόντως κάμνουν χάζι μαζί μας )

Sunday, July 08, 2007

Χιονίζει στάχτη


"Το φθινόπωρο πέθανε
και η άνοιξη ψυχορραγεί

Το καλοκαίρι και ο χειμώνας
παλεύουν την στερνή τους πάλη

Έξω από το ρινγκ στοιχηματίζουν στο όνομα μας
οι αυτόκλητοι αρχηγοί

Ανήμποροι θεατές εμείς
κουνούμε αδιάκοπα τα χέρια

Έχουμε υποχρέωση να μισούμε,
έχουμε υποχρέωση να απολαμβάνουμε
κάθε κτύπημα στο στομάχι
έχουμε υποχρέωση να χειροκροτούμε
κάθε γερή γροθιά

Για να έχουμε μερίδιο στα λάφυρα

Αυτοί μας δίνουν το σύνθημα
και εμείς γιουχαΐζουμε στις παγερές κερκίδες

Κάθε τόσο ακούγεται το καμπανάκι

Κι άλλος γύρος τέλειωσε
οι παίκτες αιμόφυρτοι αγκομαχούν

Τι ηδονή

Κάθε τόσο ακούγεται το καμπανάκι

Σιγά -σιγά μετατρέπεται
σε ήχο πένθιμο, αργό, απόμακρο

Αύριο θα’ ναι ο τελευταίος γύρος
Αύριο θα ορμήσουν τα θηρία στην αρένα

Αύριο θα χιονίζει γκρίζα στάχτη
ανελέητα στις κερκίδες
και στα γυμνά κορμιά μας

Αύριο, το αύριο δεν θα σημαίνει τίποτε"

Sunday, June 10, 2007

Ο Σκαρπάρης




Πας τον πάγκο του σκαρπάρη
Έκαμνα ώρες πολλές
Τζιαι εθώρουν του τζυιρού μου
Τες σπουδαίες μαστορκές

Που έκαμνεν γερές ποΐνες
Τζιαι παπούτσια μαλακτά
Τζιαι σκαρπίνια για τους γέρους
Τζιαι στους σκάπουλλους κοφτά

Έκοφκεν με την φαρσέττα
Του καμήλου το πετσίν
Τζιαι εθκιάλεεν καλαπόδιν
Για μϊάλον για μιτσίν

Έκλωθεν καλά το νήμα
Με μιαν ρόκκα γυριστήν
Ώσπου τζιαι εκαμνέν κουβάριν
Μια δυνάμενην κλωστή

Ύστερα ετζιέρωννεν την
Τζιαι έπιαννεν ένα σουβλί
Τζιαι έρεσσεν την που την τρύπαν
Τζιαι έσφιγγεν την να κρατεί

Έκοφκεν τζιαι μεσοσόλες
Έσαζεν τζιαι τα παλιά
Έβαλλεν τζινούρκες πρόκκες
Να αντέχουν στην δουλειά

Εν τζιαι έπιαννε ρυάλια
Για τα σάσματα πολλά
Τους περίτου ήταν μούχτη
Αθθυμούμαι το καλά

Αρεσκέν μου που εθόρουν
Ήτουν σαν το σινεμά
Μα καλλύτερα πο ούλλα
Άρεσκεν μου η εφτομά

Πριν ν’ αρκέψει το τζυνΐιν
Που ούλλοι έρκουνταν τζιαμαί
Άλλοι εστέκουνταν γυρόν του
Τζιάλλοι εκάχουνταν χαμέ


Τζιαι έραφκεν τα συνακλίκκια
Τζιαι τες βούρκες τες παλιές
Τζιαι λαλούσαν ιστορίες
Για λαούς τζιαι σιεπεθκιές

Α παπά λαλώ του μια βολάν

Κάμε μου μιαν συντροβόλα
Κάμε μια τζιαι του Γιαννή
Με τους μιάλους στα περβόλια
Να πιέννουμεν τζινίην

Τζιαι γυρίζει τζιαι λαλεί μου
( ήτουν αυστηρός πολλά )

Είσαι ρόκολος ακόμα
Να βουράς στη γειτονιά
Βούρα γλίορα να ππέσεις
Τζιαι ερέξαν οι εννιά

Ε’ ίννα πούσιε να κάμω,
Επήα.




Saturday, May 05, 2007

Ο Σταύρος




















Ο Σταύρος

Ο Σταύρος είναι Βούλγαρος

Λίγο πάνω από τα πενήντα.

Άφησε την οικογένεια και την χώρα του και ήρθε για να βρει την τύχη του στην ευημερούσα, ευρωπαϊκή, μίση Κύπρο. Ήρθε και στην αρχή εργαζόταν παράνομα.
Εργάτης από δω και από κει δηλαδή. Το είχε όμως μεγάλο παράπονο γιατί ενώ δούλευε για δυο, πληρωνόταν για μισό, ( στην Κύπρο την μισή ). Με δυσκολία μπορούσε να αντεπεξέλθει με τα λίγα που έπαιρνε. Ο Σταύρος ήταν η προσωποποίηση του φθηνού εργατικού δυναμικού. Και δεν υπήρχε και Σ.Π.Ε. ( Συντεχνία Παρανόμων Εργατών ) για να τον υποστηρίξει.

Ο Σταύρος όπως και όλοι οι κύπριοι, σιγά - σιγά έμαθε να μισά το μισά.

Επειδή ήθελε να αμείβεται ανάλογα με την δουλειά του, τσακωνόταν κάθε τρεις και λίγο με τα αφεντικά του, μέχρι που κρίθηκε από την τοπική κοινή γνώμη, ως στριμμένος και ιδιότροπος. Όλοι οι άλλοι ξένοι παράνομοι, έπαιρναν τα μισά και σιωπούσαν, αυτός όμως όχι. Σήκωνε κεφάλι και ζητούσε το λόγο.

Ο Σταύρος έμενε παράνομα σε ένα παλιό τουρκοκυπριακό μισό -ερειπωμένο σπίτι, ο θεός να το κάνει σπίτι, χωρίς καθόλου διευκολύνσεις και με τον κίνδυνο από στιγμή σε στιγμή να τον πετάξουν στο δρόμο. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι που τάφτιαξε με την Μαρία.

Η Μαρία είναι κύπρια

Λίγο πάνω από τα τριάντα

Η Μαρία είχε διώξει τον άνδρα της ένα δυο χρόνια πριν, ελπίζοντας για μια καλύτερη ζωή για την ίδια και τα τρία- τέσσερα παιδιά της. Τον έδιωξε για να γλιτώσει από το ξύλο που τις έδινε και από τα χρέη που κάθε τόσο παρουσιάζονταν στο όνομα της, χωρίς αυτή να είχε υπογράψει κανένα χαρτί καμιάς τράπεζας.

Ήθελε να ζήσει επιτέλους μια ανθρώπινη ζωή και τώρα με τον Σταύρο δίπλα της στο καλό και στο κακό, να μεγαλώσει τα παιδιά της με τον τρόπο που αυτή ήθελε και που ονειρευόταν.

Ο Σταύρος και η Μαρία έσμιξαν τις δυστυχίες τους και αλληλοστηρίχτηκαν. Τι πιο φυσικό τι πιο θεάρεστο.

Με την ένταξη της Βουλγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Μαρία φρόντισε και του έβγαλε χαρτιά και με τη βοήθεια του Κώστα, του καλού τους γείτονα, ο Σταύρος βρήκε νόμιμα δουλειά σε μια έντονα αναπτυσσόμενη νέα εταιρεία. Είχε καλή καρδιά η Μαρία, και αληθινά τον φρόντιζε. Ο Θεός να την ευλογεί. Και εκείνη και τον Κώστα


Η νέα του δουλειά?
Ηλεκτροκολλητής.

Δουλειά του χεριού του δηλαδή. Όπως τότε στα εργοστάσια της Βουλγαρίας, που όμως δεν έβγαινε το μεροκάματο.

Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Σαν μάστορας που ήταν θα του έδιναν καλό και κυρίως σωστό και όχι μισό μεροκάματο. Όπως του άξιζε.

Ένα απόγευμα ήρθε και με βρήκε. Μου άνοιξε την καρδιά του.

Μου μίλησε για τα παιδιά του που θα έρθουν σύντομα να τον δουν. Για τη γυναίκα του που την χώρισε. Για την Μαρία που τον στήριξε, μα κυρίως για τη νέα δουλειά του. Εκεί ήταν μάστορας και αμειβόταν όπως του άξιζε. Και η δουλειά του ήταν τέλεια και η κάρτα εργασίας νόμιμη και με βούλα και με τη φωτογραφία του πάνω. Μα προπαντός μου έδειχνε και μου ξανάδειχνε την πρώτη του επιταγή. Διακόσιες λίρες παρά κάτι, τη βδομάδα. Έφθαναν και με το παραπάνω. Θα βοηθούσε περισσότερο στο σπίτι, θα έβαζε και λίγα στην πάντα. Ήταν περήφανος για τον εαυτό του. Σπουδέο Στάβρο, έλεγε, σπουδέο. Όλι το λένε, σπουδέο άνθροπο Βούλκαρο Σταβρο, σπουδέο. Μεθούσε κυριολεκτικά από ευτυχία και σιγουριά. Όλα επιτέλους ήταν τόσο βολικά.

Είχε κάθε λόγο να το διασκεδάσει. Ήτανε και Σάββατο. Όλοι διασκεδάζουν τα Σάββατα, γιατί όχι και αυτός, που είχε και παραείχε τους λόγους του

Και το διασκέδασε. Αυτός με μοναδική παρέα του τον Σταύρο

Εκείνο το βράδυ όλα ήταν διπλά. Η χαρά του, ο μισθός του, η ευτυχία του τα ποτήρια με το πιοτό που πηγαινοερχόντουσαν και αυτός και ο εαυτός του που διασκέδαζαν.

Είχε χρόνια να διασκεδάσει, να ξεδώσει. Μουρμούριζε παράφωνα και ένα βουλγάρικο τραγούδι που έλεγε «Ντιλμπάνο - ντιλπέρο, καζίμι κακσεσάτι πιπέρο» ή κάτι τέτοιο.

Όταν ο ταβερνιάρης σήκωνε και το τελευταίο τραπέζι, το δικό του δηλαδή, ο Σταύρος ξεκινούσε για το σπίτι. Στο δρόμο όλα τα έβλεπε διπλά. Διπλό το δρόμο, διπλά τα φώτα, δυο τα σκυλιά που του γάβγιζαν, δυο τα φεγγάρια στον ουρανό, δυο οι αυγερινοί.

Κτύπησε δυο πόρτες και άνοιξαν δυο Μαρίες.

Τη μια, ή και τις δυο, δεν θυμάται καλά, την έσπασε στο ξύλο. Δεν θυμάται ποιον ή ποιους ήθελε να εκδικηθεί, αλλά χάρηκε να δίνει δυο -δυο τις σφαλιάρες και τις μπουνιές. Ανακουφίστηκε η ψυχή του.

Τον πήραν μόλις που το θυμάται, τι τιμή, δυο περιπολικά και τον έριξαν σε δυο κελιά.

Την άλλη μέρα αφού τον κατηγόρησαν, τον άφησαν αργά το απόγευμα. Πήγε από της Μαρίας. Είχε σκοπό να της ζητήσει γονατιστός συγνώμη, μα δεν τόλμησε. Τα λίγα πράγματα του τα βρήκε στον δρόμο. Τα ξαναπήρε στο μισό- ερειπωμένο τουρκοκυπριακό σπίτι. Έγινε ξανά παράνομος.

«Ανάθεμα» είπε στα βουλγάρικα και ξαναπήγε στην ταβέρνα. Είχε ακόμα χρήματα στις τσέπες του. Είχε κάθε λόγο να ξαναπάει στη ταβέρνα. Πονούσε η ψυχή του. Πήγε να βρει παρηγοριά.

Απόψε δεν διασκέδαζε από χαρά. Όλα άλλαξαν. Όλα τώρα του φαίνονταν μαύρα. Ήθελε και δεν ήθελε να γυρίσει πίσω στην πατρίδα του. Θυμήθηκε τον αδελφό του που πέθαινε και που τότε δεν είχε καθόλου χρήματα, ούτε για να αγοράσει κάρτα για να τηλεφωνήσει στην Βουλγαρία, να δει τι γίνεται. Θυμήθηκε τα παιδιά του που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Θυμήθηκε πόσο όμορφη ήταν η γυναίκα του, που του χάρισε τρία όμορφα παιδιά και που ύστερα ασχήμεψε, χόνδρινε και κάκωσε . Θυμήθηκε τη φτώχια στη χώρα του και τις ανύπαρκτες ευκαιρίες. Θυμήθηκε το χαμόσπιτο και τη μίζερη ζωή που έκανε στην Κύπρο. Τι κάνω εδώ, σκέφτηκε. Ποιοι είναι αυτοί τριγύρω μου. Τι γλώσσα μιλάνε και δεν καταλαβαίνω τίποτε.

Και τι να δείξει στα παιδιά του όταν θα ερχόντουσαν σε λίγες μέρες.
Όλα τελικά του πήγαν στράφι.

Ποτήρι- ποτήρι, ήπιε όλα του τα χρήματα και το ξημέρωμα πανί με πανί τράβηξε για το σπίτι. Ας είναι, είπε. Έχει ο Θεός. Χαιρέτησε τα δυο φεγγάρια και τους δυο αυγερινούς και αποκοιμήθηκε στον λεκιασμένο διπλό καναπέ που η γριά γειτόνισσα του τον χάρισε πέρσι, αντί να τον πετάξει.

Την άλλη μέρα πήγε στη δουλειά με ολοκόκκινα πρησμένα μάτια. Τόσο πρησμένα και τόσο κόκκινα που νόμιζες ότι ήταν από την υπεριώδη λάμψη της ηλεκτροκόλλησης, όταν τη δουλεύεις χωρίς το μαύρο τζαμάκι..

Ξεκίνησε η δουλειά. Προτού καλά -καλά περάσουν δυο ώρες τον βρήκε το αφεντικό να κοιμάται ψηλά στη σκαλωσιά. Η μυρωδιά του πιοτού ήταν ακόμα έντονη.
Σπίρτο να του έριχνες θα άναβε φωτιά.

Τον σκούντηξε και όταν ξύπνησε ξαφνιασμένος κατάλαβε ότι όλα είχαν τελειώσει με τη δουλειά του. Η ασφάλεια στην εργασία, έλεγε το αφεντικό, δεν είναι αστεία υπόθεση. Είναι ένα πολύ σοβαρό θέμα, ιδίως σε μια έντονα αναπτυσσόμενη νέα εταιρεία, σαν τη δική του. Και γιατί στο κάτω - κάτω να βγει το όνομα της εταιρείας του αν γινόταν ένα ατύχημα.

«Φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά» είπε.

Ο Σταύρος δεν κατάλαβε την παροιμία, αλλά κατάλαβε και ήταν απόλυτα σίγουρος ότι τον είχε διώξει μια για πάντα.

Πήρε το δρόμο της επιστροφής. Με μισά ελληνικά και μισά βουλγαρικά μονολογούσε και έβριζε την κακή του μοίρα.

Τι την ήθελες τη χαρά ρε Σταύρο. Τι την ήθελες την ευτυχία. Και πώς να την ελέγξεις και να την χειριστείς, άμα δεν την συνηθίσεις πρώτα.

Αυτά σκεφτόταν όλο το βράδυ και όλη την υπόλοιπη μέρα ώσπου κατά το απόγευμα σταμάτησε ένα ημιφορτηγό. Ο οδηγός κατέβηκε και κάτι είπε στο Σταύρο. Κάτι του είπε και αυτός και στο τέλος συμφώνησαν. Έδωσαν και τα χέρια.

Θα ξεκινούσε αύριο δουλειά στη φάρμα.

Δουλειά για δυο, αλλά το μεροκάματο μισό.

Αν όχι « Έχει και αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια » είπε το νέο αφεντικό.

Ο Σταύρος αυτή την φορά με τα λίγα ελληνικά του την κατάλαβε την παροιμία.

Εξάλλου την είχε ξανακούσει

« Έχι και άλλες πορτοκάλε που κάνεις πορτακάλιες»

Θα πήγαινε στο μεροκάματο και ας τα μισούσε τα μισά.

Εξάλλου αυτός ξέρει τι είδε και τι έπαθε με τα σωστά.


( Αυτός είναι ο Βούλγαρος ο Σταύρος που ήρθε να δουλέψει
στην Κύπρο την μισή
και έκανε το λάθος να φέρει
και τη μοίρα του μαζί ).




Μ. Κκαϊλής
4 – 5 Μαΐου 2007

Sunday, February 11, 2007

Φραγκοελιά

Σήμερα ήταν καλή η μέρα
ανοιξιάτικη




Βγήκα έξω στη φύση.


Σκεφτόμουν πολλά, για τη ζωή, τον θάνατο
τους ανθρώπους
με αφορμή το τελευταίο post του Νίκου Δήμου
Φραγκοελιά

Σκέφτηκα ότι ο σοφός άνθρωπος
είναι όπως αυτή την ελιά

Είναι 500 χρονών και βάλε
( Το λάδι της το γεύτηκε το 1489 μ.χ η τότε βασίλισσα της Κύπρου Αικατερίνη Κορνάρο, το γεύονται και σήμερα οι φτωχοί αγρότες που την περιποιούνται )

κί όμως δίνει ακόμα υγιείς καρπούς,
δροσερή σκιά, ξεχωριστό ξύλο, ακόμα και θαυματουργά φύλλα



Ζάρωσε, το σχήμα της δεν είναι και τόσο συμμετρικό αλλά έχει ρίζες βαθειές. Έμαθε να αντέχει στις κακουχίες και στις δυσκολίες της ζωής

Ύστερα σκέφτηκα ότι η ηλικία του ανθρώπου δεν μετριέται με τον χρόνο μεταξύ της ημέρας της γέννησης του και του σήμερα αλλά από τις εικόνες, τις μνήμες, τις γνώσεις τις εμπειρίες και τα συναισθήματα του
Διαμέσου της ( σκέφτηκα στη συνέχεια) βλέπουμε πράγματα,
στην αρχή ζομφά





Αλλά μετά πιο καθαρά και με ορίζοντα




Σημ: Κατά τη διάρκεια των Σταυροφοριών, η Κύπρος, κατελήφθη από τον βασιλιά της Aγγλίας Pιχάρδο τον Λεοντόκαρδο, κατά τη μετάβασή του στους Aγίους Tόπους. O Ριχάρδος μεταβίβασε την Κύπρο σε Τάγμα Ιπποτών, τους Ναΐτες, που στη συνέχεια την πούλησαν στους Λουζινιάν της Γαλλίας, οι οποίοι εγκαθίδρυσαν σ' αυτήν φεουδαρχικό βασίλειο, κατά το πρότυπο των συστημάτων της Δύσης.Η περίοδος των Λουζινιάν κράτησε από το 1192 ως το 1489 μ.Χ., όταν η τελευταία βασίλισσα της δυναστείας, η Αικατερίνη Κορνάρο, εξαναγκάστηκε να μεταβιβάσει τα δικαιώματά της στη Δημοκρατία της Βενετίας, που κυβέρνησε την Κύπρο ως την κατάκτησή της από τους Τούρκους το 1571.









Thursday, January 25, 2007

Άδεια βαγόνια


Άδεια βαγόνια τα λόγια μας
σε γραμμές κουρασμένες

Πορεία μας η δύση

Βάζουμε αντήλιο το ένα μας χέρι

Το άλλο είναι βουτηγμένο
στην άδεια ψυχή μας

Η πορεία δεν προβλέπει επιστροφή

ο οδηγός δεν θυμάται την αγάπη

ο εισπράκτορας δεν έχει έλεος

Το βράδυ καταφθάνει ανάστερο

Άδεια βαγόνια τα λόγια μας
σε γραμμές κουρασμένες

Μ. Κκαϊλής

22 Ιανουαρίου 2007






Friday, January 12, 2007

Οριακοί χρόνοι


Οριακοί χρόνοι


Αφιερωμένο στις πολυεθνικές, στους Μαθουσάλες,

στον George W Bush

και στους άλλους πιστούς υπηρέτες τους

Αυτή την ώρα που λιώνουν οι πάγοι στους πόλους και που

οι αρκούδες ξενυκτούν








Άρρωστή γη
Πυώδης πληγή

Θάλασσα στείρα

Καθηλωμένα πουλιά
Διψασμένα παιδιά

Θαμπά αστέρια

Καχύποπτοι διαβάτες
Μελλοθάνατοι επιβάτες

Τρομαγμένα δένδρα

Άρρωστη γη
Γκρίζα αυγή

Κουρασμένο οξυγόνο

Ασυνάρτητες λέξεις
Ανώφελες ζεύξεις

Μεταλλαγμένες νιφάδες

Πλασματική ευτυχία
Μαζική υστερία

Νερό σκοτωμένο

Άρρωστη γη
Μύριοι ναυαγοί

Φως προδομένο

Άρρωστη γη
Μονόλεπτη σιγή

Σφυρίζει ένα τρένο










Παρακαλώ δείτε το video


Παρακαλώ διαβάστε το αρθρο