Friday, December 17, 2010

Καλά Χριστούγεννα



Πάνω στο τραπέζι ( ταμπλώ του πινγκ-πονγκ ) στον καφενέ – σύλλογο, είσιεν απλωμένα διάφορα παιχνίθκια τζιαι άλλα αντικείμενα.


Μολύφκια, πέννες, κουτσακοτήρκα ( μανταλάκια ) φούσκες, ,( μπαλόνια ), αυτοκινητούθκια, κατσαμπούνες, ( ??? ) κούκλες, πισκόττα, σιοκκολάτες τζιαι διάφορα άλλα πράματα της εποχής.


Είσιεν τζιαι έναν τρενουί ( τρενάκι ) που ήταν το μεγάλο δώρο. Ομπρός ( μπροστά ) που ούλλα τα παιχνίθκια είσιεν τζιαι έναν νούμερο.


Μπροστά που το τρενούιν το νούμερο ήταν το 18.


Το τρενούιν ήταν σκουρόχρωμο, τζιαι εκινήτουν με τες παταρίες, μεγάλη υπόθεση για την τότε εποχή, τζιαι σε κάθε λλίην απόσταση εσφύραν ( ουουου – οουουου ).


Εμαγεύτηκα.


Άρκεψα τζιαι παρακάλουν τον Θεό πέρκει ( μακάρι ) να είμαι εγιώ ο τυχερός που θα το κερδίσει.


Εγοράζαν ούλλοι λαχνούς ( μισό σελίνι τον ένα ). Επκιάνναν τον λαχνόν τους που το σακκουλλούιν τζιαι οι υπεύθυνοι του συλλόγου εδειούσαν τους το δώρον που εκερδίζαν.


Εγώ ήμουν μονοδείκλητος πάνω στο τρενούιν.


Τίποτε άλλον δεν θα με έκαμνεν ευτυχισμένον.


Ετραβήσαν τον λαχνόν τους πάνω που τους μισούς τζιαι κανένας τους εν εκέρτισεν το τρενούι.


Είχα ελπίδες.


Ετράβησα τζιαι εγιώ έναν αριθμό τζιαι το θαύμα εγίνηκεν.


Ήταν το 18.


Αμέσως εγίνηκα το πρόσωπο τζείνων των Χριστουγέννων . Μα εμέναν έν με ένοιαζεν. Ήμουν ευτχισμένος που εγίνηκεν δικό μου το τρενούι.


Έφυα τζιαι επήα στο σπίτι μου τζιαι άρκεψα να παίζω. Έπαιζα, έπαιζα ώσπου τζιαι ελείψαν οι παταρίες.


Αθθυμούμαι ότι έππεσα την νύκτα στο κρεβάτι τζιαι εν ετζοιημούμουν που την αγωνία μου να ξημερώσει για να ξαναπαίξω με το τρενούιν μου, που ήταν σταθμευμένο δίπλα που το μαουλούτζιην ( μαξιλάρι ) μου.


Τόσον ακριβά ήταν τα δώρα πριν 45 χρόνια τζιαι τόσο δυσεύρετα.


Καμιάν φοράν έπρεπε να το κερδίσεις το δώρο για να το αποκτήσεις, γιατί να το γοράσεις ήταν αδύνατο.


Ήταν που τα καλά μου τα Χριστούγεννα.


Θθυμούμαι τα ακόμα με αγάπη τζιαι νοσταλγία


Εύχομαι σε ούλλους Καλά Χριστούγεννα τζιαι να αποκτήσει ο καθένας τζείνο που επιθυμεί.


Sunday, October 17, 2010

άτιτλο


Ένα σύνθημα που κινδυνεύει να θεωρηθεί εκτός τόπου και χρόνου

( Τι λες ρε φίλε ?

Άλλα μας απασχολούν

Που το θυμήθηκες ? )

Έτο, Είδα κάτι φιλμάκια στο you tube τζιαι ήρτε μου

Συγχωρείστε με για την ενόχληση

Thursday, October 14, 2010

Ο Τζιήμης


Ο Τζιήμης

Ο Τζιήμης ήταν ένας καλός άθθρωπος
Λλίον παρεξηγημένος, μα μόνον που πλάσματα που εν ηξέρουν
να συγκόφκουν. Οι πιο πολλοί αγαπούσαν τον

Είσιεν δίαφορες ιστορίες ο Τζιήμης τζιαι πολλές φορές οι χωρκανοί
ελαλούσαν τες μες τους καφενές τζιαι στες συναναστροφές τους
τζιαι εγελούσαν.

Έχθρούς εν είσιεν ο Τζιήμης

Μόνο φίλους. Τζιαι άμαν τον επηράζαν, ανταπόδιδεν το,
πάντα όμως με καλοσύνη

Ο Τζιήμης εξεχώριζεν ιδιαίτερα για έναν χαρακτηριστικόν του




Ηταν τίμιος τζιαι ίσιος άθθρωπος.

Ελάλεν πάντα την αλήθκειαν
με οποιοδήποτε τίμημα

Ο Τζιήμης εν έθελε να χρωστεί σε κανέναν
τζιαι άμαν έκοφκε μέσα έκαμνε τη γη πηγή
να έβρει τρόπο να πάρει πίσω τα χρωστούμενα.

Αν δεν εκράτεν θα έρκετουν να σου πεί ότι εν εμπορούσε να ανταποκριθεί.
Θα σου ελάλεν ότι στες τόσες του μηνός εννάρτω να σε ξοφλήσω τζιαι έρκετουν. Εμπόρηεν να μεν έσιει να φάει να μεν έσιει να πιει, αλλά εφύλαεν τα ρυάλια του τζιαι έρκετουν την ημέραν τζιαι την ώρα που σου ελάλεν τζιαι έφερνεν τα.

Ήταν πολλά ίσιος άθθρωπος.

Εννα σας διηγηθώ μιαν ιστορία του που φανερώνει ακριβώς τον χαρακτήρα του

Κάποτε στον καφενέ, άμαν εν έβρισκε κανέναν σύντροφο να παίξει μαζί του ττάβλι

Έπαιζε μόνος του.

Εκάθετουν πας την μιαν καρέκλα. έστηννε τες πέτρες τζιαι έτασσε.

Αν έπρεπε να παίξει πρώτος έπαιζε. Αν ήταν δεύτερος έπαιζε δεύτερος. Αποκλείεται να εγέλαν του εαυτού του.

Αμαν έσυρνεν τη ζαρκάν του εσκέφτετουν τζιαι έκαμνεν τζείνον που θα έκαμνεν αν έπαιζε με οποιοδήποτε άλλον.



Υστερα επήαιννεν στην απέναντι καρέκλα τζιαι έσυρνεν τα ζάρκα ως αντίπαλος.

Να μεν τα πολλυλοούμεν, ύστερα που κάμποσην ώρα πήαιννε - έλα, ετέλιωννεν το παιγνίν

Νικητής ήταν, για τζείνος, για ο εαυτός του

Εν υπήρχε περίπτωση να γελάσει του εαυτού του

Άμαν ετέλιωννεν, αν ήταν νικητής, έπηννεν γεμάτος περηφάνια μια κόκα κόλα, για έτρωεν κανέναν λίζο. Αν ήταν ηττημένος ετζιέρναν του εαυτού του που τον ενίτζιησεν την κόκα κόλα, για το λίζο.

Τόσο τίμιος τζιαι ειλικρινής ήταν ο Τζίήμης.


Έναν δείλις είπασιν επέθανεν ο Τζιήμης

Επαραξενευτήκαμεν ούλλοι, ήρτεν μας ανάποδα
γιατί δεν ήταν ούτε άρρωστος ούτε γέρος

Μες τη λύπη μου εσκέφτηκα τζιαι έκαμα έναν σενάριο
για τον τρόπο που επέθανε.


Έτσι σαν ήταν μες το κρεββάτιν του, ήρτεν ο χάρος τζιαι είπεν του:

Άτε Τζιήμη πάμεν τζιαι ήρτεν η ώρα σου

Ήρτα να σε πάρω...

Ο Τζιήμης επάωσεν που τον φόον του

μα παραπάνων εξαφνιάστηκεν.
Εν επερήμενεν τόσο γλήορα τουτον τον μουσαφίρη

Θα σου δώκω όμως μιαν ευκαιρία, λαλεί του ο χάρος

Άκουσα αρέσκει σου να παίζεις ττάβλι

Εν αλήθκεια, αρέσκει μου λαλεί του, ο Τζιήμης

Εντάξει λοιπόν, θα παίξουμεν ττάβλι,
λαλεί του ο χάρος

Αν με κερτίσεις θα σε αφήκω να ζήσεις. Αν σε νιτζιήσω θα σε πάρω μαζί μου

Δέχεσε ?

Δέχουμε λαλεί του ο Τζιήμης, τζι' έτρεμεν σαν το φύλλον

Τζι’ αρκέψαν το παιγνίν.

Ετάξασιν

Πρώτος έπαιξεν ο χάρος
Τέσσερα δύο κάμνω πόρταν, έξι άσσον φκαίννω έξω,
Τέλος πάντον, εξάρες ο ένας, τόρτζια ο άλλος, επροχώραν το παιγνίν.

Εθαύμασεν τον ο χάρος πόσον ίσια τζιαι τίμια έπαιζεν

Εσυμπάθησεν τον

Εμειναν δκυο πέτρες του Τζιήμη τζιαι τέσσερις του χάρου

Έπαιζεν ο χάρος.

Σύρνει τα ζάρκα του τζιαι έφερεν εξάρες.

Του Τζιήμη ελυγίσαν τα πόθκια του, έχασεν το χρώμαν του τζιαι τη συντυσιάν του

Εμετάνωσεν το ο χάρος τζιαι ελυπήθηκεν τον το γέρημον τον Τζιήμη

Έχωσεν μάνι μάνι με το μανίτζιην του τα ζάρκα,
τζιαι λαλεί του

Έξι πέντε, παίξε Τζιήμη
Έλα τα ζάρκα τζιαι παίξε
εν η σειρά σου

Όϊ χάρο, έννεν έξι πέντε που έφερες

Εν εξάρες

Εν καταδέχουμαι να σε νιτζιήσω με το ψέμα

Πιάστες πέτρες σου
πκιάς την τζιαι την ψυσιήν μου


Έτσι εφαντάστηκα πως επέθανεν ο Τζιήμης

Τίμιος τζιαι ίσιος

Sunday, October 10, 2010

Μια σπίθα



Ήμουν μια σπίθα
Πέρασα ξυστά από την αγάπη

Έσκισα για μια στιγμή το σκοτάδι μου

Νόμισα τον εαυτό μου αφέντη του φωτός

Στο διάβα μου έφεξα,
ζέστανα μα πιότερο έκαψα

Στο απόγειο,
αμφισβήτησα τον ήλιο,
τον ίδιο το Θεό μου

Με σκήπτρο ένα καλάμι
μεσουράνησα

Φόβισα
Είδα ματόκλαδα να κλείνουν
μπροστά στη λάμψη της πυγμής μου

Είδα να γονατίζουν
μπροστά στης νιότης μου το θάμπος

Μέθυσα
μπροστά από ένα καθρέφτη πλάνο
στη θέα του γυμνού κορμιού μου

Αποφάσισα τότε ανέκκλητα

Ήμουν και εγώ Θεός

Νόμισα

Μα ήμουν μια σπίθα μόνο
που πέρασε ξυστά από την αγάπη

Με άνθρακα ψυχή

Μονάχα αυτό
Σιερετώ τους φίλους μου.
Θέλω να πω πολλά αλλά πολλές φορές
( συγχωράτε με ) έρκουνται μου έτσι,
όπως τε αζίνες.
Άμαν τα προκάμω γράφω τα.
Αν δεν τα προκάμω, χάννουνται
ή μπορεί να κρύφουν μες την ψυσιήν μου
ποιος ιξέρει
Ταπεινά
Kkai Lee





















Friday, October 01, 2010

Ο Αγωγιάτης και η πουτάνα ζωή


Wheat Field with a Lark
Vincent Van Gogh


Ο Αγωγιάτης και η πουτάνα ζωή

Παίρνει δρόμο, δρόμο αφήνει
ώσπου τον βρήκε η νύκτα

Έφαγε το τελευταίο του ξεροκόμματο,
ήπιε το στερνό του ρακί,
έβαλε το σταυρό του
κι’ αποκοιμήθηκε.

Για μαξιλάρι είχε μια πέτρα

Για στρώμα την μάνα γη.

Ήταν μια νύκτα άναστρη
Όχι σαν τις άλλες

Φύλλο δεν κουνιότανε
Ούτε σκυλιά γαβγίζανε
Ούτε η κουκουβάγια πέρασε
Ούτε αλαφροπέταξε ο Γκιώνης

Όλα ήταν πρωτόγνωρα βουβά

Εκείνη τη νύκτα δεν ονειρεύτηκε
Μέτρησε μόνο τις μέρες του

Πέρασε flashback τη ζωή του,

Χαμογέλασε
μα πιο πολύ δάκρυσε,

Φτάνει : Είπε, φτάνει

Τώρα θέλω να κοιμηθώ
στην αγκαλιά της γης

Με μια πέτρα προσκεφάλι



Μα ο καλός Θεός
ούτε κι απόψε τον άκουσε

Το πρωί ξύπνησε πάλι βήχοντας
Έφτυσε κατά γης

Πουτάνα ζωή, είπε
Πάλι μου την έφερες

Και ξαναπήρε δρόμο



Κατά το απομεσήμερο

Ένας κορυδαλλός από το διπλανό
αθέριστο χωράφι
με τις κόκκινες παπαρούνες
του σφύριξε,


Χαμογέλασε,

Πουτάνα ζωή

Είπε

Πουτάνα

Sunday, September 26, 2010

Λεωφορείο ο Πόνος



Λεωφορείο ο Πόνος
1974

( Στιγμές – πραγματικότητες της Κύπρου )

Επήεν με την ελπίδα πως εννά εστράφηκεν.
Πως εννάν μεσα σ’ έναν που τα λεωφορεία

Ιντα λοϊς τα έφερεν η μοίρα ( η μοίρα ? )
Τέλος πάντων

Έρκουνταν τα λεωφορεία το έναν μετά το άλλον
Εβούραν ο κόσμος ταπισόν τους

Τζείνοι που μες τα λεωφορεία, εσιερετούσαν, εκλαίαν, εγελούσαν

Εν το επιστέφκαν με τζείνα που επάθαν πως θα εγλιτώνναν

Τι κακον μας ήβρεν τουντο καλοτζιαίριν ?

Εκατεβάννασιν ένας ένας τζιαι εχάννουνταν μες τες αγκαλιές τους δικούς τους

Μανάες, τζιυρούες, αρφούες, γεναίτζιες, παιθκιά, εγίνουνταν έναν κουβάριν

Ετέλιωσεν ο εφιάλτης,
άφηκεν τα σημάθκια του, μα ετέλιωσεν

Τζείνη η γέρημη, αρώταν για τον δικόν της

Είδετε τον Γιωρκήν? Ήταν μαζί σας ο Γιωρκής ?

Εχάννετουν η αδύναμη φωνή της μες τζείνον ούλλον το βουητόν

Έρκουνταν τζιαι εφέφκαν έναν - έναν τα λεωφορεία

Έμεινεν μόνον έναν, το τελευταίο.

Ελλιάναν τέλια τζιαι οι ελπίδες της

Είδετε τον Γιωρκήν? ήταν μαζί σας ο Γιωρκής ?

Ήρτεν το τελευταίον λεωφορείο. Εν είσιεν άλλον

Εδίθην πάνω του

Εκατέβηκεν τζιαι ο τελευταίος αιχμάλωτος

Έμεινεν διμμένη πας τζείνον το λεωφορείον
με κάτι ξυφτισμένα συρματόσσιηνα
που ετρυπούσαν το κορμίν της

Τζιαι άμαν εξεκίνησε το λεωφορείον
επήρεν την μαζί του κάμποσον τόπον

Ετρίφτην το κορμίν της πας τον άσφαλτον

Εγεματώθηκεν του άλλου κόσμου.

Ετρέχαν γέματα που τα σιέρκα
που τα πόθκια, που το κορμίν της ούλλον
Τζιαι που την καρκιάν της ποταμός

Σε μιαν στροφήν επέταξεν την το λεωφορείον
σε έναν χαντάτζιην γεμάτον μουττερές πέτρες, αγκάθκια
τζιαι γυαλιά σπασμένα

2010

( Στιγμές – πραγματικότητες της Κύπρου )

Τριανταέξι γρόνους σαν να τζιαι έζιεν μες τζεινον το χαντάτζιην

Τριανταέξι γρόνοι εν εκαταφέραν να κλείσουν τες πληγές της

Το 74, εν έξερεν τι σημαίνει DNA.
Κανένας εν έξερεν

Τωρά, μες το χαντάτζιην της, αντί λεωφορείον καρτερά
ταυτοποίησην του DNA

Άραγες σου εννα φανεί τυχερή τούτην την φορά ?


( Σάββατο μεσημέρι 25 Σεπτεμβρίου 2010 στο καφέ Gloria
Σελίδα 24 της εβδομαδιαίας City free express ).

Ήταν που ήταν πικρός ο καφές.

( Στιγμές – πραγματικότητες της Κύπρου )

Friday, September 17, 2010

Θέλω να γοράσω ποδήλατο


Θέλω να γοράσω ποδήλατο

Θέλω νάσιει δύναμον τζιαι φανάρι
Τζιαι σκάλα τζιαι πατίδι τζιαι κουδούνι

Θα γοράσω πόμπα να το πρίσσιω

Θα το γρασάρω, θα γοράσω γόμμες τζιαι ππάτσιες
να κολλώ το λάστιχο του άμαν τρυπά

Θέλω ξανά να κάμνω κούρσες με τους φίλους μου

Να πάμεν πίσω που τα βουνά να δούμεν τι έσιει
Ιντα λοις εν ο κόσμος πίσω που τα βουνά του χωρκού μας

Θέλω να γοράσω ποδήλατο

Θα έχω έννοια.

Θα τσιακκάρω τα στόπερ του, τα πατήθκια του,

θα γιαλλίζω τες ακτίνες του

Θέλω να έσιει φτερά, όϊ σαν τούτα τα μοντέρνα
που έν έχουν τζιαι εν σαν τα τίτσιρα

Θέλω να γοράσω τζινούρκον ποδήλατο
Που εν εκατάφερα ποττέ μου, που ήμουν μιτσής να γοράσω

Μόνον έσαζα τα παλιά,
κομμάτι ποδά, κομμάτι ποτζιεί, καδέναν μεταχειρισμένη
με το ζόρι κανέναν τζινούρκον λάστιχο.

Εν θέλω αυτοκίνητον,
Εν θέλω μοτόραν
Εν θέλω γιωτ
Εν θέλω οικόπεδο
Εν θέλω να κερτίσει το λόττο μου
Εν θέλω αύξηση

Θέλω να γοράσω τζινούρκον ποδήλατο

Θέλω ξανά να κάμνω κούρσες με τους φίλους μου
Να πάω ξανά πίσω που τα βουνά

Τζιαι έτσι σαν ποδηλατώ
νομίζω πως θα πάω πίσω, πίσω, πίσω

να συναντήσω την ηλικία της ψυσιής μου


Να ξιφορτωθώ τζείνην την ψεύτιτζιην
που γράφει πάνω
στην ταυτότηταν μου.

Sunday, August 22, 2010

Προς Επίτροπον- Ενταύθα





Αξιότιμε κύριε επίτροπε,

Θα ήθελα να καταγγείλω :

Τους λατόμους που γδέρνουν τη γη μας

Τους φαπρικάρηδες που λερώνουν τα ποτάμια μας

Τις εταιρείες που καίνε τα δάση μας

Τους κυνηγούς που σκοτώνουν στο φτερο τα πουλιά

Τους χορτασμένους που τρώνε το φαΐ μας

Τους διαφημιστές που τρυπούν τα μυαλά μας

Τους δασκάλους που συγχύζουν τα παιδιά μας

Τους παπάδες που μονοπωλούν τους θεούς μας

Τους μεσάζοντες, τους αφέντες, τους δούλους, τους διάφορους, τους αδιάφορους, τους ουδέτερους, τους φανατικούς, τους λοχαγούς, τους μάνατζερ

Αξιότιμε κύριε επίτροπε,

Θα ήθελα να καταγγείλω, τους ποιητές
και αυτούς που καμώνονται τους ποιητές

και όλο λένε
και όλο λένε
και όλο λένε

Αξιότιμε επίτροπε,

Θέλω να με καταγγείλω.




Sunday, July 11, 2010

Ο Ασήκωτος πόνος



Ο Ασήκωτος πόνος

Για πολλήν τζιαιρόν εσκέφτουμουν να βάλω στο blog μου κάτι που έγραψα παλιά, τα πρώτα γρόνια της προσφυγιάς. Μιαν εποχή που τζιαι να έθελες, εν εμπόριες να πάεις στον τόπο σου.

Τζιαι τωρά ας πούμεν που μπόρεις να πάεις, ο πόνος εν τζιαιν λλιόττερος. Μπορεί ναν τζιαι παραπάνω γιατί βιώννεις ακόμα πιο πολλά το κακόν που εκάμασιν σε τούντον τόπο.

Εθκιεβάσαν το μόνον κάτι φίλοι τζιαι ένας φίλος που την Κοντέα εζήτησεν μου το τζιαι έδωσα του το. Εδίπλωσεν το με εβλάβιαν τζιαι έβαλεν το μες την πούγκα του πουκαμίσου του. Εκατάλαβα πως εσυγκινήθηκε πολλά.

Άμαν εθκιέβασα το Πεύκο της Σταλαματιας ( της το αφιερώννω )

αθθυμήθηκα το πάλαι τζιαι επήρα απόφαση να το αναρτήσω.


"Ηντα σιεις γέρo πρόσφυγα τζιαι oύλλoν πoγιαλώνεις
oι άλλoι χωραττέφκoυσιν τζιαι σoυ τζιαμαί μoυλλώνεις
Ηντα σιεις μέσα στην καρκιά γέρo τζιαι σε παιδέφκει
τζιαι τρώει σoυ τα σωθηκά τζιαι σταλαμήν εν φέφκει"

'Θέλω να πάω έσσω μoυ γιέ μoυ πριχoύ πεθάνω
τoν τόπo μoυ επεθύμησα εμάρανα δαπάνω
Θέλω μεσ στo περβόλι μoυ να ξαναπαρπατήσω
να ζέξω τ'αλακάτι μoυ χoρτάτα να πoτίσω

Θέλω ξανά πoυ την αυκή να πάω να ξιμαντρίσω
τζιαι να τραβήσω στα ψηλά τζιαι δείλις νάρτω πίσω
Θέλω να πάω στoν καφενέ τoυς χωρκανoύς μoυ νάβρω
oύλλoυς, όπως πριν φύoυμε, να με δω ρoύχo μαύρo

Θέλω να πάω στην εκκλησιά πας τov δικό μoυ σκάμνo
τζιαι την γιoρτή τ'Αγίoυ μας σαν πριν να τoυ την κάμνω
Θέλω πάνω στo μνήμα τoυς, τoυς γέρoυς μoυ να κλάψω
τζιαι την καντήλα πoν σβηστή γρόνια να τoυς την άψω

Έσιει τζιαι άλλα πράματα πoυ πεθυμώ να κάμω
ρωτάς γιε μoυ γιατι έν γελώ;

Φooύμε αν μεν πρoκάμω.' "


Τούτον τον φόον είδα τον σε πολλούς γέρους που ήρταν πρόσφυγες στο χωρκόν μου. Οι παραπάνω εν επροκάμαν να πάσιν πίσω. Εφύαν με τον καμόν μες την καρκιάν τους.

Τούντο μαρτύριον εν έσιει τελιωμόν.
Εν πολλήν το κακόν που εγίνηκεν.

Εν πολλής ο πόνος.
Ασήκωτος.

Τούτες τες μέρες, ακόμα παραπάνω.

Saturday, May 01, 2010

Ο Ττεμπέλης ο Παναής τζιαι οι εκατον ένας Δράτζιοι

Εν μια ακόμα παραλλαγή κυπριακού παραμυθκιού.

Προς συμπαράσταση του φίλου Aceras για τες συγκινητικές προσπάθειες που κάμνει για να διασώσει την παράδοση του τόπου μας.

Μιαν άλλην αξιόλογη παραλλαγή εθκιέβασα στο μπλογκ του "ονειροπόλου"


Ο ττεμπέλης ο Παναής τζιαι οι 101 Δράτζιοι


Μια φορά τζιαι έναν τζιαιρόν, είσιεν έναν ττεμπέλη που τον ελαλούσαν Παναή.

Ο Παναής ποττέ του εν εδούλευκεν τζιαι ούλλη μέρα ετζοιμάτουν.

Μιαν ημέραν που εφούρνισεν η γειτόνισσα, έπεψεν στήν μάνα του Παναή ψουμίν βραστόν τζιαι έναν πιάτο φρέσκον μέλι.

Επήεν η φτωσιή η μάνα του, πουκάστo κλίμα που ετζοιμάτουν ο Παναής τζιαι εφώναξεν του να ξυπνήσει για να φάει. ‘Σήκου γυιε μου’ λαλεί του ‘έπεψε σου η γειτόνισσα βραστό ψουμίν τζιαι μέλι να φάεις’
- ‘Άϊσμε μανά’ λαλεί της ‘ να τζοιμηθώ τζιαι είμαι ποσταμένος’.
Μα ήταν ποσταμένος?, έτο εν που το βουρσουλλίκκιν του. Ελάλεν έτσι της μάνας του πέρκει φύει να τον αφήκει.

Άμαν τζιαι φώναξεν του κάμποσες φορές, τούτος εβαρήθηκεν την τζιαι λαλεί της ‘ Άφησμου τα τζιαμαί μανά τζιαι υστερόττερα εννα τα φάω’. ‘Καλό γυιε μου’ λαλεί του. Τζιαι έβαλεντου του τα δίπλα του, πάνω σε μια ξίλενην τάβλα .

Άμαν τζιαι εχόρτασεν τον ύπνον τζιαι που την πείναν η τζυιλιά του εκουρκούριζεν εσκέφτηκεν να φάει. Μα που το βουρσουλλίκκιν του τζιαι που το ττεμπελιόν του, αντί να σηκωστεί έβαλεν το πιάτο πάστην τζυλιάν του. Έκοφκεν το καυκάλλι του ψουμιου, έμπηεν το μες το πιάτον τζιαι ώσπου να το φέρει στο στόμαν του το μέλι έστασσεν τζιαι έτρεσιεν πάνω στο κορμίν του.

Στην πολλή την ώραν εσυνακτήκαν ούλλες οι μουγιες. Όπου τες είσιες έρκουνταν να φάσιν μέλιν που το κορμίν του Παναή. Εκαρκαλίζαν τον θέμα τζιαι σαν ελαοτζοιμάτουν αντινάκτηκε τζιαι εφαράσασιν οι μούγιες τζιαι με μιαν πισκαλιάν εσκότωσεν καμπόσες. Εγέμωσεν η φούκτα του μούγιες σκοτωμένες. Έμεινεν τζιαι εθώρεν τες κάμποσην ώραν σκεφτικός τζιαι ύστερα, δουλειάν εν είσιεςν να κάμει, άρκεψεν να τες μετρά.

Μια, θκιό, τρεις, εμέτρησεν τες ούλλες. Ήταν εκατόν μούγιες σκοτωμένες.

Άμαν τες εμέτρησεν σαννα τζιαι κάτι εμπήκεν μες τον νουν του.

Εχαίδεψεν λλίον τα γένια του τζιαι εφώναξεν της μάνας του

- ‘Πέμου γυιε μου’, λαλεί του.
- ‘Μανά’ λαλεί της, ‘Να πάεις τζεικάτω στον κωμοδρόμο τζιαι να του παραντζείλεις έναν μιάλον σπαθίν, ίσια τόσον’ τζιαι έδειξεν της ως τον νόμον του, 'τζιαι να του πεις να γράψει πάνω με γρυσά γράμματα, «ΠΠΕΣΟΝΤΑ ΣΚΟΤΩΝΝΩ ΕΚΑΤΟΝ ΤΖΙ’ ΑΛΟΙΜΟΝΟΝ ΤΖΙΑΝ ΣΗΚΩΣΤΩ», εκατάλαβες?'.


- ‘ Ήντα το θέλεις το σπαθί γυιέ μου’ λαλεί του η φτωσιή η μάνα του,
- ‘ Εννα πάω νάβρω την τύχη μου μανά’ λαλεί της
- ‘ Κάτσε γυιε μου έσσω σου’
- ‘ Άκουσες ίνταμπου σου είπα μανά? σε τρεις ημέρες πέτου ναν τελιωμένον’.

Ήντα να κάμει η μάνα του επήεν κούτσα - κούτσα στον κωμοδρόμον τζιαι λαλεί του. ‘ Είπεν μου ο γυιος μου ο Παναής να του κάμεις έναν μιάλον σπαθήν ίσια τόσον’ τζιαι έδειξεν του με το σιέριν της ‘τζιαι πάνω να γράφει με γρυσά γράμματα, «ΠΠΕΣΟΝΤΑ ΣΚΟΤΩΝΝΩ ΕΚΑΤΟΝ ΤΖΙ’ ΑΛΟΙΜΟΝΟΝ ΤΖΙΑΝ ΣΗΚΩΣΤΩ» τζιαι σε τρεις ημέρες ναν τελιωμένον, εκατάλαβες?

- ‘ Εκατάλαβα θκειούλλα ‘ λαλεί της, ‘έλα σε τρεις ημέρες να το πκιάσεις’.

Εστράφηκεν η μάνα του Παναή, συλλοϊσμένη. ‘ Τι θα το κάμει το σπαθίν τούτος, ίνταμπου εσκέφτηκεν? ‘

Επήεν τζιαι ηύρεν τον Παναήν τζιαι εσάζετουν. Εβρασεν νερόν μες το χαρτζίν για να λουθεί. Τζιαι είπεν της:

- Μανά, έβρε μου ρούχα καθαρά, τες καλές μου τες τσαγγαροποΐνες, κατέβας τζιαι την βούρκαν που το ανόϊ τζιαι το παούριν του νερού.

Τούντες τρεις ημέρες ο Παναής έφαν τες πάστες προετοιμασίες. Ελούθηκεν εξιουρίστηκεν, εσάσεν την βούρκαν του, εγιέμωσεν κρυόν νερόν το παούριν του τζιαι έκατσεν τζιαι εκαρτέραν. Έτσι σαν εσυλλοΐζετουν βρικτός, είδεν την μάναν του που εκωλόσυρνεν το σπαθί. Ήταν τόσο βαρετόν που η καημένη εν εμπόρηεν να το σηκώσει. Είδεν τζιαι τα γρυσά γράμματα που έγραφεν πάνω στο σπαθί, όπως εδιάταξεν, Έγραφεν «ΠΠΕΣΟΝΤΑ ΣΚΟΤΩΝΝΩ ΕΚΑΤΟΝ ΤΖΙ’ ΑΛΟΙΜΟΝΟΝ ΤΖΙΑΝ ΣΗΚΩΣΤΩ»

- ‘Πράβο μανα’, λαλεί της, ‘έτσι το έθελα’ τζιαι έπιαν το που τα σιέρκα της τζιαι σήκωσε το ψηλά τζιαι εσσιησεν τον αέρα να το δοκιμάσει.
- ‘Πέμου γυιε μου Παναή, ήντα το θέλεις το σπαθίν τζιαι που εννα πάεις? ‘
- Είπουν σου μανά, εννα πάω να πάω να έβρω την τύχην μου
- Αν σου πω να μεν πάεις, ξέρω το πώς έν θα μ’ ακούσεις. Άτε να σου δώκω την εφτζιήν μου’. ‘Να πάεις στο καλόν’ λαλεί του τζιαι εφίλησεν τον σταυρωτά.

Εφορτώθην την βούρκαν του ο Παναής, έβαλεν το σπαθίν στην κόξαν του τζιαι έδωκεν μες το δάσος. Επήεννεν επήεννεν ώσπου τζιαι εδίψασεν. Εσταμάτησεν εθαύμασεν το σπαθίν του τζιαι άμαν εξιδίψασεν τζιαι εξιποστάθην, άρκεψεν πάλαι το παρπάτημαν. Κατά το μεσομέριν επείνασεν. Ήβρεν έναν μιάλον πεύκον με πασιήν οσσιόν τζιαι έκατσε πουκάτω. Ανοιξεν την βούρκαν του άπλωσεν την μαντηλιάν χαμαί τζιαι έκατσεν για να φαει. Είσιεν ψουμί σιταρένον, μαύρες ελλιές, σκλερόν χαλλούμι, αναρίν τζιαι κρομμίν. Θαρκούμε είσιεν τζιαι πομυλόριν κότσιηνον μα έν βάλλω το σιέριν μου στο λαμπρόν.

Άμαν τζιαι έφαεν τζιαι εκαλοκαρτίστηνο Παναής ενύσταξεν τζιαι αποφάσισεν να τζοιμηθεί. Εκρέμμασεν το σπαθί του πάστον πέφκον, ήβρεν μια ίσιαν άσπρην πέτρα για μαουλούτζιν τζιαι έγυρεν να τζοιμηθεί. Την ώραν που έγυρεν εδίκλησεν τζιαι είδεν το σπαθιν του που εγιάλλιζεν τζιαι σαν έθκιέβαζεν τζείνον που έγραφεν πάνω «ΠΠΕΣΟΝΤΑ ΣΚΟΤΩΝΝΩ ΕΚΑΤΟΝ ΤΖΙ’ ΑΛΟΙΜ…» επήρεν τον ο ύπνος τζιαι στο λεπτόν άρκεψεν να λογχαρίζει.

Τζείνος ο τόπος όμως ήτουν τόπος τους δράκους, μα που να το ξέρει ο Παναής.

Εν επέρασεν πολλή ώρα τζιαι ήρτεν ο κουτσόδρακος. Επέψαν τον οι άλλοι να τους μαϊρέψει τζιαι που ννα έρτουν που τα χωράφκια τζιαι τες δουλειές τους να έχουσιν βραστόν φαΐ να φάσιν. Ανταν τζιαι εκόντεψεν τζιαι είδεν τον Παναήν τζιαι εθκιέβασεν ίνταμπου έγραφεν πάνω στο σπαθίν του, ανατρίσιασεν.

- ‘ Άπαναγία μου’ λαλεί, ‘ Εμείς οι δράτζιοι είμαστεν εκατονένας, αν ισκοτώσει τους έκατόν ππέσοντα, τον άλλον που έννα σηκωστεί, εννα τον κάμει κεϊμά’ τζιαι έπκιαν την στράταν να εύρει τους άλλους εκατόν δράκους να τους το πεί.

- ‘Δράτζιοι μου, αδέρκια μου’ λαλεί τους’ ‘ έτσι τζιαι έτσι’ ‘τζοιμάται πουκάστον
πέφκον τζιαι έσιει το σπαθίν του κρεμμασμένον τζιαι γράφει πάνω με γράμματα χρυσά

«ΠΠΕΣΟΝΤΑ ΣΚΟΤΩΝΝΩ ΕΚΑΤΟΝ ΤΖΙ’ ΑΛΟΙΜΟΝΟΝ ΤΖΙΑΝ ΣΗΚΩΣΤΩ»’

‘Αν σκοτώσει τους εκατόν μας ππέσοντα, τον άλλον που έννα σηκωστεί, εννα τον κάμει κεϊμά’. Εππέσαν ει την συλλοήν οι δράτζοι τζιαι ο γεροντόττερος επήρεν τον λόον τζιαι λαλεί τους.

- ‘Ακούτε δράτζιοι, αδέρκια τζιαι παιθκιά μου. Έν ιμπόρουμεν να κάμουμεν τίποτες άλλο. Θα πάμε να τον παρακαλέσουμεν να μεν μας σφάξει τζιαι να του τάξουμεν δώρα τζιαι χρυσάφκια τζιαι να τον κάμουμεν αν θέλει τζιαι βασιλιάν μας’.

Εσυφφωνήσαιν οι δράτζιοι τζιαι εξεκινήσασιν γιάλι – γιάλι να πάσιν, μεμπα τζιαι ξυπνήσουν τον άξξιππα τζιαι θυμωθεί τζιαι σκοτώσει τους ούλλους με το τρομερόν σπαθίν του.

Άμαν άκουσεν φασαρίαν ο Παναής άννοιξεν λλίον τα μμάθκια του τζιαι είεν τους δράκους που έρκουνταν χάλουππα - χάλουππα εφοήθηκεν τζιαι πας τον φόον του τον πολλήν ετράβησεν το σπαθίν του τζιαι εγύρισεν το κατά τους δράκους τζιαι τζείνοι εκάμαν απου φύει –φει. Ένας μόνο, ο γεροντόττερος, εστάθην τζιαι είπεν του

- Γυιε μου’ λαλεί του’ Λυπήθου μας, με μας σκοτώσεις τζιαι εμείς εννα σου
δώκουμεν δώρα τζιαι χρυσαφικά τζιαι κόμα εννα σε κάμουμεν τζιαι βασιλιάν μας’.

Αμαν εκατάλαβε ίνναμπου γίνεται ο Παναής, εκατέβασεν το σπαθίν του τζιαι έταξεν του ότι έθθα τους ισκοτώσει μα τζείνοι πρέπει να κρατήσουν τον λόον τους. Αφού εκλείσασιν τη συμφωνίαν, ο γέρο δράκος εφώναξεν τζιαι τους άλλους εκατόν τζιαι εδιάταξεν τους να σφάξουσιν βούθκια τζιαι κουέλλες, να κάμουσιν οφτά τζιαι σούβλες για να γιορτάσουν την σωτηρίαν τους τζιαι να φιλέψουσιν τον ξένον που τους εχάρησεν την ζωήν τους.

Ούλλη νύκτα ετρώασιν τζιαι επίννασιν ο Παναής τζιαι οι δράτζιοι τζιαι κατά το ξημέρωμαν επήρεν τους ο ύπνος.

Την άλλην ημέραν έπρεπεν να πλίννουσιν τα αντζιά. Εξεκινήσασιν να παν να φέρουν νερόν που τον ποταμόν που ήτουν έναν μίλι μακρυά. Επκιάσαν ούλλη που έναν ασσιή, εδώκαν έναν τζιαι του Παναή να πάν να τα γεμώσουν. Ο παναής όφτζιερον εν το εσήκωννε το ασιιήν, ίνταλος θα το εκουβάλεν τζιαι γεμάτον. Εβαρκέτουν θέμα να πάει τόσον τόπον τζιαι να στραφεί. Έκατσεν μιαν σταλαμήν τζιαι εσκέφτηκεν. Ίντα να κουβαλουμεν το νερό με τα ασσιά τζιαι να μεν ιφκάλουμεν έναν αυλάτζιν κατηφορικόν, να ρέσσει το νερόν που το λημέριν τους να μεν κάμνουν με κόπον.
Εφώναξεν το γερόδρακο τζιαι είπεν του έτσι τζιαι έτσι, βάρτους να σκάψουν έναν αυλάτζιν τζιαι να φέρουν το νερόν δακάτω.

Έτσι τζιαι εκάμασιν οι δράτζιοι τζιαι άμαν ετελιώσασιν εχαρήκασιν τόσον πολλά που εκάμαν άλλον ζιαφέττι του Παναή που τους έδωκεν έτσι σπουδαία συμβουλή.

Όσον επερνούσασιν οι μέρες πιο πολλά οι δράτζιοι αγαπούσαν τον. Είχαν τον βασιλιάν τους τον Παναή. Τζείνος επαράντζιελλεν τους τζιαι τζείνοι ακούαν ότι τους ελάλεν.

Μιαν ημέραν σαν εκάθουνταν οι δράτζιοι, πουκάστους πέφκους στο λημέριν τους, εσηκωστήκασιν τζιαι αρκέψαν ούλλοι βούρος.

- ‘Βούρα Αφέντη Παναή’, λαλεί του ένας μιτσής δράκος, ‘ήρτεν ο κάπρος τζιαι αν
δεν χωστείς εννα σε σκοτώσει’.

Δικλά ο Παναής τζιαι τι να δει. Ένας αρκόσιηρος που δαμαί ως τζεικάτω τζιει, με κάτι δόντκια κοφτερά, πάνω στην μούττην του, όπως τες ππάλες. Εν επρόκαμνεν να φύει τζιαι εσκέφτην να φκεί πάνω στον πέφκον. Έτσι σαν έφκαιννεν πας το δεντρόν, ετράβησεν τζιαι το σπαθιν μιτά του, μα επειδή ήταν βαρετόν έππεσεν του τζιαι εκάρφωσεν πάστον λαιμόν του αρκόσιηρου τζιαι επιτούσαν τα γέματα του ώσπου τζιαι εψόφησεν.

- ‘Πράβο αφέντη Παναή, πράβο. Εγλίτωσες μας πο τούντο θηρίον που τόσα γρόνια εφοΐτσιαζεν μας τζιαι έκαμνεν μας του κόσμου τες ζημιές’

Τζιαι άλλοι εφιλούσαν του τα σιέρκα του τζιαι άλλοι εσύρναν τον ισιαπάνω τζιαι εξαναπκιάνναν τον.

Άτε πάλαι. Ξανά σούβλες τζιαι ξανά κρασιά τζιαι διασκεδάσεις.

Έτσι σαν εδιασκεδάζασιν τζιαι ήταν χαρούμενοι πολλά, ήρτεν τους χαρτίν να παν στον πόλεμο. Εσσιωπήσαν μονομιάς ούλλοι. Εσύντησιεν μόνον ο γεροδρακος τζιαι λαλεί τους

‘ Άτε, βουράτε να σαστείτε τζιαι αύριο που το πουρνόν έννα πάμεν στον πόλεμον, πρέπει να νιτζιήσουμεν γιατί αν μας νιτζιήσουν αλοίμονον μας. Είμαστεν όμως τυχεροί γιατί έχουμε μαζί μας τον Παναή που εν πρώτον παλληκάριν τζιαι με το σπαθίν του εννα σκοτώννει εκατόν εκατόν ’ είπεν τζιαι ούλλοι οι άλλοι 0δράτζιοι εσυμφωνήσασιν.


Ο Παναής που τον φόον του ούλλη νύκτα εν ετζοιημήθηκεν, εν ήξερεν ινναμπουν να κάμει. Αμαν εξημέρωσεν τζιαι συνακτήκασιν ούλλοι οι δράτζοι τζιαι εμπήκαν σειράν είπαν του Παναή να θκιαλέξει πρώτος άππαρον. Είδεν τους ούλλους τους αππαρους στην σειρά τζιαι εθκιάλεξεν τον πιο γέρικον, πέρκει έκοφκεν πίσω. Εκαβαλλίτζιεψασιν τζιαι ο Παναής τζιαι οι δράτζιοι τζιαι εξεκινήσασιν. Κατρζιήν ήταν οι άλλοι δράτζιοι, οι οχτροί τους. Ήταν διπλάσιοι, τριπλάσιοι που λλόου τους, πιο άρκοι τζιαι πιο φοϊτσιάρικοι.

Έπεξασιν τες σάλπιγγες τζιαι αρκέψαν οι αππάροι τζιαι εβουρούσαν. Γληορόττερα που ούλλους εβούραν ο άππαρος του Παναή γιατί, αν τζιαι γέρικος, επειδή έξερεν που πόλεμον εν εδειλίαν.

Εβούραν σαν τον άνεμον, θκυιό σκάλες ομπρός που τους άλλους. Σαν επήεννεν ο Παναής, που τον πολλήν του φόον εσκέφτην να πιαστεί πα σε κανέναν δεντρόν πέρκει κόψει την φόρα του ο άππαρος τζιαι σταματήσει. Μα το δεντρόν, που ήβρεν ομπρός του τζιαι αγκάλιασεν το, που την πολλήν του τύχην, ήταν σαπισμένον τζιαι κούφκιον τζιαι εφκήκεν τζιαι έπαιρνεν το μιτά του ο Παναής.

Ανταν τζιαι θωρούν τον οι άλλοι δράτζιοι, οι οχτροί, με το δεντρόν στην μασκάλη τζιαι με το γιαλλιστόν του το σπαθίν που έγραφεν με γρυσά γράμματα «ΠΠΕΣΟΝΤΑ ΣΚΟΤΩΝΝΩ ΕΚΑΤΟΝ ΤΖΙ’ ΑΛΟΙΜΟΝΟΝ ΤΖΙΑΝ ΣΗΚΩΣΤΩ» εφοηθήκαν τόσον πολλά που εκάμαν απου φύει –φει. Εκάτσαν τους τα βούρη οι δικοί μας, μα που τον φόον τους εν εδεικλίσαν ούτε μιαν βολά πίσω τους.

Ξανά παναΐρκα τζιαι διασκεδάσεις, ξανά σούβλες, οφτά τζιαι κρασιά τζιαι δώρα τζιαι χρυσαφικά στον Παναή που έσωσεν τη ζωήν τους τόσες πολλές βολές.

Επαίρναν ο τζιαιρός τζιαι οι μέρες ήταν η μια καλλύττερη που την άλλην. Ο Παναής όμως εβαρύθηκεν. Επεθύμησεν τζιαι την μάναν του τζιαι τους χωρκανούς του τζιαι αποφάσισεν να στραφεί πίσω.

Επροσπαθήσασιν οι δράτζιοι να του αλλάξουν γνώμη μα έντα εκαταφέρασιν τζιαι έναν πρωί εποσιερέτησεν τους έναν έναν. Πριν να ξεκινήσει, οι δράτζιοι που είχαν ευκαρίστησιν που λλόου του, εγεμώσαν του δκυο σακκούλλες χρυσαφικά τζιαι επειδή έντα έσωννεν, εφωρτοθήκαν τες θκυο δυνάμενοι δράτζιοι τζιαι εξεκινήσασιν μαζί του για να του τες πάρουσιν.

Αμαν τζιαι εμπήκαν του χωρκού τζιαι είδαν τους οι χωρκανοί, εκλειωθήκαν έσσω που τον φόον τους. Εθωρούσαν τους μόνον που τα παναθύρκα τζιαι που τες χαραμαθκιές που ερέσσαν τζιαι έν εξέρασιν ίνναμπου εγίνετουν.

Εξιφορτωθήκασιν τες με δυσκολίαν οι δράτζιοι τες σακκούλλες με τα χρυσαφικά γιατί ήταν πολλά βαρετές τζιαι ο Παναής εκρέμμασεν το σπαθίν του πας τον τοίχον. Οι δράτζιοι εκάμασιν να φύουν μα η μάνα του Παναή εν εδέκτηκεν. Εμαΐρεψεν τους αυκά τζιαι λουκάνικα τηανιτά, έγυρεν τους τζιαι κρασίν να πιουσιν να καλοκαρτίσουν τζιαι επήεν χάλουππα - χάλουππα τζιαι άνοιξεν τες σακκούλλες. Ανταν τζιαι είδεν τα χρυσαφικά εν επίστεφκεν στα μμάθκια της.

Όσον τζιαι έφερεν τον νουν της, εσκέφτηκεν πως ήτουν καλλύττερα να τα χώσει, γιατί ο γυιος της ο Παναής που το ττεμπελίον του το πολλήν, εν θα τα εκουμαντάρισκεν. Γιάλι- γιάλι έφκαλεν τα χρυσαφικά που τες σακκούλλες τζιαι εσίστιλεν τα. Τες σακκούλλες εγέμωσεν τες με κρομμυόφυλλα, να φάινουνται γεμάτες.

Άμαν εφάαν τζιαι ήπιαν οι δράτζοι τζιαι εξιποσταθήκασιν καλά, ευκαριστήσαν την μάνα του Παναή, εποσιερετήσαν τον αφέντην τους τζιαι εξεκινήσαν για να φύουσιν.

Έτσι σαν επηέννασιν είπαν να δουν ακόμα μιαν φορά τον Παναή, πριχού κόψουν καντούνι. Είδαν τον την ώραν που έφκαλλεν τες σακκούλες, μιαν στο ένα σιέριν τζιαι μια στο άλλον, που τες σκάλες, πανω στο ανόϊ τζιαι εθαυμάσασιν ξανά τη δυναμή τζιαι την παλληκαρκάν του τζιαι εβιάζουνταν να πάσιν πίσω να το πουν τζιαι στους άλλους δράκους.

Τζεινοι, που εν τζιαι δράτζοι, εξυμασκαλιστήκαν που το βάρος των γρυσαφικών τζιαι ο Παναής έφκαλλεν τες σακκούλλες πανω στο ανόϊ

σανννα τζιαι ήταν γεμάτες

κρομμυόφυλλα αντίς χρυσαφικά.





Στην Μνήμη της μάνας μου.

Sunday, April 25, 2010

Κάμετε τόπο

Είπα να δώκω έναν γυρό ( με το αυτοκίνητο )
στη φύση
πέρκι ξιαγχωθώ
Έν τα κατάφερα
Έν έσιει μούττη απείραχτη, ούτε λαξιά


Η φωτογραφία χωρίς σχόλιο

κανεί την ο τίτλος

"Κάμετε τόπο"













Sunday, March 28, 2010

Οι Γύπες


Έσιει μιαν κουβέντα που λαλούμεν στην Κύπρο
Τζιαι αθθυμήθηκα την αμαν εθκιέβασα πριν λλίες μέρες
ένα ρεπορταζ στην εφημερίδα

Μαλλώνουσιν λαλεί η Ρωσσία, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Δανία τζιαι η Νορβηγία
ποιος θα εκμεταλλευτεί την Αρκτική, τωρά που λιώννουσιν οι πάγοι, αφού έσιει
λαλούν πολλή πετρέλαιο τζιαι άλλον ορυκτόν πλούτο

Η κυπριακή κουβέντα που σας ελάλουν πιο πάνω ακολουθεί: ( εν ποτζείνες που οι προτινοί ενηστεύκασιν 40 μέρες για να πούσιν )

«Γυρεύκουν γάρον ψοϊσμένον για να φκάλουν τα καλλίτζια»

Αθθυμήσαν μου τζιαι μιαν εικόνα που τα μιτσιά μου χρόνια ( Πάλαι με πρωταγωνιστήν το καημένο το γαούρι )

Πάνω στα Γερακαρκά, που κάποτε ήταν μακρυά ( τωρά άρκεψεν τζιαι γεμώνει σπίθκια τζιαι γίνουνται ισοπεδώσεις, τζιαμαί που εβλαστούσαν οι λαλλέδες, μες τες αναμεσιές των θρουμπιών τζιαι των μαζιών ) άμαν εψόφαν κανένα γαούρι ή άλλο μιάλον κτηνόν που εν ετρώετουν ( γιατί αν ετρώετουν εξέραμεν τζιαι εκανονονίζαμεν το άλλοσπως ) επετάσσαν το μες τες λαξιές.

Πολλές φορές αφήνναν το για να ψοφήσει τζειπάνω μόνο του να γλιτώσουν τζιαι το κουβάλημα.

Άμαν το επαίρναν μυρωθκιάν οι γύπες ( εχαθήκασιν τζιαι οι γύπες που τα φυτοφάρμακα τζιαι την ανεφαγίαν ) εκοντοσυνάουνταν. Εδυούσαν κάμποσες φορές γυρό ψηλά, που πάνω που το άτυχον κτηνόν τζιαι σιγά σιγά εκατεβαίναν τζιαι αρκέφκαν τζιαι ετρώαν.

Αν ήσουν κοντά εθώρες τους γύπες που εμαλλώνασιν. Άκκαννεν τζιαι ενύσιαζεν ο ένας τον άλλον ποιος έννα φάει πρώτος. Εγίνουνταν μάχες ομηρικές που πάνω που το φτωχόν το γαούρι.

Τούτον μου αθθυμήσαν οι χώρες που μαλλώνουν για την Αρκτική.

Τους γύπες.

Τζιαι η γη μας αθθυμήζει μου το γαούριν το μισοζώντανο

Φόρτωσε φόρτωσε
έν αντεξεν άλλον το καημένον το κτηνόν
τζιαι γυρεύκει γωνιά για να ψοφήσει

Τζιαι εν κανούν τούτα ούλλα, ακόμα τζιαι στο θάνατον του (της ) πελεκούμεν το ( την )

Η έννοια μας ?

Μέμπα τζιαι εννά πιάσει άλλος τα καλλίτζια.

Τζιαι μια άλλη φωτογραφία
που αν έχουμεν τσίππαν εννα αντραπούμεν




Monday, February 15, 2010

Ωδή στην κότα

Ωδή στην κότα

( Οφειλόμενη τιμή )
( Κατάλληλον και δια χαλάρωσιν )

Ευκαριστώ σε όρνιθα
που μέρους των αδρώπων
που μας συμπαραστέκεσαι
με τον δικό σου τρόπον

Για ούλλα που μας έδωκες
τωρά σιηλιάες γρόνια
που ενΐωσες τόσες γεννιές
γονιούς παιθκιά τζιαι αγγόνια

Πρώτα που ούλλα για το αυκόν
που εγέννας καθημερινά ( φαντάζουμε με πόνον )
Ήταν το πιο γλυτζίν φαΐ
Πολλές φορές, το μόνον

Αμαν ναν εκουκκούταζες
εγέλαν το σιειλίν μας
ετρέχασιν τα σάλια μας
κουρκούραν το τζειλιήν μας

Πριχού δόντκια να φκάλουμε
ετρώαμεν το μελάτον
ύστερα ετρώαμεν το πυκτόν
τζιαι πιο ύστερα στεκάτον

Τηανιτόν πιο ύστερα
πούμαστεν κοπελλούκθια
με πατατούες αχνιστές
τζιαι με τα κολοκούθκια

Πάντα εις την αρρώστια μας
εκάμναν μας την σούππα
με τες πασιές τες κούννες σου
εγέμωννες μιαν κούππα

Τζιαι στες γιορτές που ετρώαμεν
κόμα τζιαι στα χαρτώσια
εγέμωννες τα πιάτα μας
τζιαι εκρύφκαμεν την φτώσια

Κότα, καλή μας όρνιθα
αξίζεις μεγαλεία
τζιαι ότι για σέναν εννα πω
θαρκούμαι πως εν λλία

Χόρτον ψιντρό τζιαι κλίθθαρον
τρώεις που το περβόλιν
τζιαι είσαι, ( λαλεί το τζι’ ο γιατρός )
δίχα χοληστερόλη

Τωρά που αρκοντίναμε
τζιαι εν μας φορούν οι τόποι
τζιαι αλλάξαν οι συνήθειες
τζιαι αλλάξασιν τζι’ οι τρόποι

έσιεις στα εστιατόρια
θέση απού τες λλίες
τζιαι προτιμούν σε τζιαι οι φτωσιοί
μα τζιαι οι ππαραλλλήες

Μαζί σου εγεράσαμεν
είσαι η παρηορκά μας
ποττέ σου εν επόλειψες
από την μαϊρκάν μας

Έγραψα σου τούντο ποίημαν
ούλλους τους λας εκφράζω

Συγχώρα με καλή μου όρνιθα ,

λαλώ σου το στην γλώσσα μου
αφού εν μπορώ να κράζω

Σσιυφτός επαραμέρησα
όρνιθα να περάσεις
να πάεις εις την γίστην σου
τζιαι εν νύκτα, να τζιτάσεις

Για να γεννήσεις τζιαι αύριο
το δίκροκον αυκό σου

Διατελώ μετά τιμής

Ο παρ’ ολίγον ποιητής

Παντοτινά δικός σου
Υ.Γ.

Όσες φορές τζιαν πάτησα
κότα τες τσιλλαρκές σου
σε συγχωρώ από καρκιάς
για όσα πολλά μας πρόσφερες
τζιαι για τες ομορκιές σου.


Saturday, January 16, 2010

Όταν



( Ωδή ( και οδοί ή λεωφόροι )
στην υποκρισία )

Όταν το χρήμα είναι Θεός
( και το προσκυνούμε )
Όταν το σύστημα σχεδιάστηκε στην άκρατη κατανάλωση
( και τυφλά το υπηρετούμε )
Όταν τα όρια έγιναν αόρατα
( και πουθενά δεν σταματούμε )
Όταν επιτυχία σημαίνει μόνο συγκέντρωση πλούτου
( και ομογνωμούμε )
Όταν δεν έχει σημασία πώς πετύχαμε αλλά απλά το ότι πετύχαμε
( και επί πτωμάτων πατούμε)
Όταν μας παραμυθιάζουν
( και ευτυχείς παραμιλούμε )
Όταν ένα άδικο σύστημα το αγιοποιούμε
( και προσκυνούμε )
Όταν μας κουρδίζουν
( και χοροπηδούμε )
Όταν η επανάσταση κατάντησε λέξη φαιδρή
( και στο άκουσμα της γελούμε)
Όταν το εγώ κυριαρχεί
( και μοναχικά το υιοθετούμε )
Όταν τα φάρμακα και οι σφαίρες είναι προϊόντα στο ίδιο καλάθι
( και σαν ανυποψίαστες οικοκυρές τα κουβαλούμε )
Όταν η πείνα κάποιους θερίζει
( και μετά που φάγαμε εμείς, σιωπούμε )
Όταν μας πουλούν κούφια λόγια και χρυσές κορδέλες
( και τα μασούμε )
Όταν πεθαίνει η άνοιξη
( και αδιαφορούμε )
Όταν πλησιάζει η έρημος
( και τραγουδούμε )
Όταν λιώνουν οι πάγοι
( και γελούμε )

Με ποιου το θράσος αναρωτιόμαστε γιατί τα πράγματα
ήρθαν όπως ήρθαν
και από πάνω να καμωνόμαστε
ότι μας νοιάζει κιόλας

Γράφοντας άρθρα για την κατάντια
της κοινωνίας μας

( Και δήθεν εξοργιζόμαστε
και αγανακτούμε )