Ο Σταύρος
Ο Σταύρος είναι Βούλγαρος
Λίγο πάνω από τα πενήντα.
Άφησε την οικογένεια και την χώρα του και ήρθε για να βρει την τύχη του στην ευημερούσα, ευρωπαϊκή, μίση Κύπρο. Ήρθε και στην αρχή εργαζόταν παράνομα.
Εργάτης από δω και από κει δηλαδή. Το είχε όμως μεγάλο παράπονο γιατί ενώ δούλευε για δυο, πληρωνόταν για μισό, ( στην Κύπρο την μισή ). Με δυσκολία μπορούσε να αντεπεξέλθει με τα λίγα που έπαιρνε. Ο Σταύρος ήταν η προσωποποίηση του φθηνού εργατικού δυναμικού. Και δεν υπήρχε και Σ.Π.Ε. ( Συντεχνία Παρανόμων Εργατών ) για να τον υποστηρίξει.
Ο Σταύρος όπως και όλοι οι κύπριοι, σιγά - σιγά έμαθε να μισά το μισά.
Επειδή ήθελε να αμείβεται ανάλογα με την δουλειά του, τσακωνόταν κάθε τρεις και λίγο με τα αφεντικά του, μέχρι που κρίθηκε από την τοπική κοινή γνώμη, ως στριμμένος και ιδιότροπος. Όλοι οι άλλοι ξένοι παράνομοι, έπαιρναν τα μισά και σιωπούσαν, αυτός όμως όχι. Σήκωνε κεφάλι και ζητούσε το λόγο.
Ο Σταύρος έμενε παράνομα σε ένα παλιό τουρκοκυπριακό μισό -ερειπωμένο σπίτι, ο θεός να το κάνει σπίτι, χωρίς καθόλου διευκολύνσεις και με τον κίνδυνο από στιγμή σε στιγμή να τον πετάξουν στο δρόμο. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι που τάφτιαξε με την Μαρία.
Η Μαρία είναι κύπρια
Λίγο πάνω από τα τριάντα
Η Μαρία είχε διώξει τον άνδρα της ένα δυο χρόνια πριν, ελπίζοντας για μια καλύτερη ζωή για την ίδια και τα τρία- τέσσερα παιδιά της. Τον έδιωξε για να γλιτώσει από το ξύλο που τις έδινε και από τα χρέη που κάθε τόσο παρουσιάζονταν στο όνομα της, χωρίς αυτή να είχε υπογράψει κανένα χαρτί καμιάς τράπεζας.
Ήθελε να ζήσει επιτέλους μια ανθρώπινη ζωή και τώρα με τον Σταύρο δίπλα της στο καλό και στο κακό, να μεγαλώσει τα παιδιά της με τον τρόπο που αυτή ήθελε και που ονειρευόταν.
Ο Σταύρος και η Μαρία έσμιξαν τις δυστυχίες τους και αλληλοστηρίχτηκαν. Τι πιο φυσικό τι πιο θεάρεστο.
Με την ένταξη της Βουλγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Μαρία φρόντισε και του έβγαλε χαρτιά και με τη βοήθεια του Κώστα, του καλού τους γείτονα, ο Σταύρος βρήκε νόμιμα δουλειά σε μια έντονα αναπτυσσόμενη νέα εταιρεία. Είχε καλή καρδιά η Μαρία, και αληθινά τον φρόντιζε. Ο Θεός να την ευλογεί. Και εκείνη και τον Κώστα
Η νέα του δουλειά?
Ο Σταύρος είναι Βούλγαρος
Λίγο πάνω από τα πενήντα.
Άφησε την οικογένεια και την χώρα του και ήρθε για να βρει την τύχη του στην ευημερούσα, ευρωπαϊκή, μίση Κύπρο. Ήρθε και στην αρχή εργαζόταν παράνομα.
Εργάτης από δω και από κει δηλαδή. Το είχε όμως μεγάλο παράπονο γιατί ενώ δούλευε για δυο, πληρωνόταν για μισό, ( στην Κύπρο την μισή ). Με δυσκολία μπορούσε να αντεπεξέλθει με τα λίγα που έπαιρνε. Ο Σταύρος ήταν η προσωποποίηση του φθηνού εργατικού δυναμικού. Και δεν υπήρχε και Σ.Π.Ε. ( Συντεχνία Παρανόμων Εργατών ) για να τον υποστηρίξει.
Ο Σταύρος όπως και όλοι οι κύπριοι, σιγά - σιγά έμαθε να μισά το μισά.
Επειδή ήθελε να αμείβεται ανάλογα με την δουλειά του, τσακωνόταν κάθε τρεις και λίγο με τα αφεντικά του, μέχρι που κρίθηκε από την τοπική κοινή γνώμη, ως στριμμένος και ιδιότροπος. Όλοι οι άλλοι ξένοι παράνομοι, έπαιρναν τα μισά και σιωπούσαν, αυτός όμως όχι. Σήκωνε κεφάλι και ζητούσε το λόγο.
Ο Σταύρος έμενε παράνομα σε ένα παλιό τουρκοκυπριακό μισό -ερειπωμένο σπίτι, ο θεός να το κάνει σπίτι, χωρίς καθόλου διευκολύνσεις και με τον κίνδυνο από στιγμή σε στιγμή να τον πετάξουν στο δρόμο. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι που τάφτιαξε με την Μαρία.
Η Μαρία είναι κύπρια
Λίγο πάνω από τα τριάντα
Η Μαρία είχε διώξει τον άνδρα της ένα δυο χρόνια πριν, ελπίζοντας για μια καλύτερη ζωή για την ίδια και τα τρία- τέσσερα παιδιά της. Τον έδιωξε για να γλιτώσει από το ξύλο που τις έδινε και από τα χρέη που κάθε τόσο παρουσιάζονταν στο όνομα της, χωρίς αυτή να είχε υπογράψει κανένα χαρτί καμιάς τράπεζας.
Ήθελε να ζήσει επιτέλους μια ανθρώπινη ζωή και τώρα με τον Σταύρο δίπλα της στο καλό και στο κακό, να μεγαλώσει τα παιδιά της με τον τρόπο που αυτή ήθελε και που ονειρευόταν.
Ο Σταύρος και η Μαρία έσμιξαν τις δυστυχίες τους και αλληλοστηρίχτηκαν. Τι πιο φυσικό τι πιο θεάρεστο.
Με την ένταξη της Βουλγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Μαρία φρόντισε και του έβγαλε χαρτιά και με τη βοήθεια του Κώστα, του καλού τους γείτονα, ο Σταύρος βρήκε νόμιμα δουλειά σε μια έντονα αναπτυσσόμενη νέα εταιρεία. Είχε καλή καρδιά η Μαρία, και αληθινά τον φρόντιζε. Ο Θεός να την ευλογεί. Και εκείνη και τον Κώστα
Η νέα του δουλειά?
Ηλεκτροκολλητής.
Δουλειά του χεριού του δηλαδή. Όπως τότε στα εργοστάσια της Βουλγαρίας, που όμως δεν έβγαινε το μεροκάματο.
Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Σαν μάστορας που ήταν θα του έδιναν καλό και κυρίως σωστό και όχι μισό μεροκάματο. Όπως του άξιζε.
Ένα απόγευμα ήρθε και με βρήκε. Μου άνοιξε την καρδιά του.
Μου μίλησε για τα παιδιά του που θα έρθουν σύντομα να τον δουν. Για τη γυναίκα του που την χώρισε. Για την Μαρία που τον στήριξε, μα κυρίως για τη νέα δουλειά του. Εκεί ήταν μάστορας και αμειβόταν όπως του άξιζε. Και η δουλειά του ήταν τέλεια και η κάρτα εργασίας νόμιμη και με βούλα και με τη φωτογραφία του πάνω. Μα προπαντός μου έδειχνε και μου ξανάδειχνε την πρώτη του επιταγή. Διακόσιες λίρες παρά κάτι, τη βδομάδα. Έφθαναν και με το παραπάνω. Θα βοηθούσε περισσότερο στο σπίτι, θα έβαζε και λίγα στην πάντα. Ήταν περήφανος για τον εαυτό του. Σπουδέο Στάβρο, έλεγε, σπουδέο. Όλι το λένε, σπουδέο άνθροπο Βούλκαρο Σταβρο, σπουδέο. Μεθούσε κυριολεκτικά από ευτυχία και σιγουριά. Όλα επιτέλους ήταν τόσο βολικά.
Είχε κάθε λόγο να το διασκεδάσει. Ήτανε και Σάββατο. Όλοι διασκεδάζουν τα Σάββατα, γιατί όχι και αυτός, που είχε και παραείχε τους λόγους του
Και το διασκέδασε. Αυτός με μοναδική παρέα του τον Σταύρο
Εκείνο το βράδυ όλα ήταν διπλά. Η χαρά του, ο μισθός του, η ευτυχία του τα ποτήρια με το πιοτό που πηγαινοερχόντουσαν και αυτός και ο εαυτός του που διασκέδαζαν.
Είχε χρόνια να διασκεδάσει, να ξεδώσει. Μουρμούριζε παράφωνα και ένα βουλγάρικο τραγούδι που έλεγε «Ντιλμπάνο - ντιλπέρο, καζίμι κακσεσάτι πιπέρο» ή κάτι τέτοιο.
Όταν ο ταβερνιάρης σήκωνε και το τελευταίο τραπέζι, το δικό του δηλαδή, ο Σταύρος ξεκινούσε για το σπίτι. Στο δρόμο όλα τα έβλεπε διπλά. Διπλό το δρόμο, διπλά τα φώτα, δυο τα σκυλιά που του γάβγιζαν, δυο τα φεγγάρια στον ουρανό, δυο οι αυγερινοί.
Κτύπησε δυο πόρτες και άνοιξαν δυο Μαρίες.
Τη μια, ή και τις δυο, δεν θυμάται καλά, την έσπασε στο ξύλο. Δεν θυμάται ποιον ή ποιους ήθελε να εκδικηθεί, αλλά χάρηκε να δίνει δυο -δυο τις σφαλιάρες και τις μπουνιές. Ανακουφίστηκε η ψυχή του.
Τον πήραν μόλις που το θυμάται, τι τιμή, δυο περιπολικά και τον έριξαν σε δυο κελιά.
Την άλλη μέρα αφού τον κατηγόρησαν, τον άφησαν αργά το απόγευμα. Πήγε από της Μαρίας. Είχε σκοπό να της ζητήσει γονατιστός συγνώμη, μα δεν τόλμησε. Τα λίγα πράγματα του τα βρήκε στον δρόμο. Τα ξαναπήρε στο μισό- ερειπωμένο τουρκοκυπριακό σπίτι. Έγινε ξανά παράνομος.
«Ανάθεμα» είπε στα βουλγάρικα και ξαναπήγε στην ταβέρνα. Είχε ακόμα χρήματα στις τσέπες του. Είχε κάθε λόγο να ξαναπάει στη ταβέρνα. Πονούσε η ψυχή του. Πήγε να βρει παρηγοριά.
Απόψε δεν διασκέδαζε από χαρά. Όλα άλλαξαν. Όλα τώρα του φαίνονταν μαύρα. Ήθελε και δεν ήθελε να γυρίσει πίσω στην πατρίδα του. Θυμήθηκε τον αδελφό του που πέθαινε και που τότε δεν είχε καθόλου χρήματα, ούτε για να αγοράσει κάρτα για να τηλεφωνήσει στην Βουλγαρία, να δει τι γίνεται. Θυμήθηκε τα παιδιά του που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Θυμήθηκε πόσο όμορφη ήταν η γυναίκα του, που του χάρισε τρία όμορφα παιδιά και που ύστερα ασχήμεψε, χόνδρινε και κάκωσε . Θυμήθηκε τη φτώχια στη χώρα του και τις ανύπαρκτες ευκαιρίες. Θυμήθηκε το χαμόσπιτο και τη μίζερη ζωή που έκανε στην Κύπρο. Τι κάνω εδώ, σκέφτηκε. Ποιοι είναι αυτοί τριγύρω μου. Τι γλώσσα μιλάνε και δεν καταλαβαίνω τίποτε.
Και τι να δείξει στα παιδιά του όταν θα ερχόντουσαν σε λίγες μέρες.
Όλα τελικά του πήγαν στράφι.
Ποτήρι- ποτήρι, ήπιε όλα του τα χρήματα και το ξημέρωμα πανί με πανί τράβηξε για το σπίτι. Ας είναι, είπε. Έχει ο Θεός. Χαιρέτησε τα δυο φεγγάρια και τους δυο αυγερινούς και αποκοιμήθηκε στον λεκιασμένο διπλό καναπέ που η γριά γειτόνισσα του τον χάρισε πέρσι, αντί να τον πετάξει.
Την άλλη μέρα πήγε στη δουλειά με ολοκόκκινα πρησμένα μάτια. Τόσο πρησμένα και τόσο κόκκινα που νόμιζες ότι ήταν από την υπεριώδη λάμψη της ηλεκτροκόλλησης, όταν τη δουλεύεις χωρίς το μαύρο τζαμάκι..
Ξεκίνησε η δουλειά. Προτού καλά -καλά περάσουν δυο ώρες τον βρήκε το αφεντικό να κοιμάται ψηλά στη σκαλωσιά. Η μυρωδιά του πιοτού ήταν ακόμα έντονη.
Σπίρτο να του έριχνες θα άναβε φωτιά.
Τον σκούντηξε και όταν ξύπνησε ξαφνιασμένος κατάλαβε ότι όλα είχαν τελειώσει με τη δουλειά του. Η ασφάλεια στην εργασία, έλεγε το αφεντικό, δεν είναι αστεία υπόθεση. Είναι ένα πολύ σοβαρό θέμα, ιδίως σε μια έντονα αναπτυσσόμενη νέα εταιρεία, σαν τη δική του. Και γιατί στο κάτω - κάτω να βγει το όνομα της εταιρείας του αν γινόταν ένα ατύχημα.
«Φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά» είπε.
Ο Σταύρος δεν κατάλαβε την παροιμία, αλλά κατάλαβε και ήταν απόλυτα σίγουρος ότι τον είχε διώξει μια για πάντα.
Πήρε το δρόμο της επιστροφής. Με μισά ελληνικά και μισά βουλγαρικά μονολογούσε και έβριζε την κακή του μοίρα.
Τι την ήθελες τη χαρά ρε Σταύρο. Τι την ήθελες την ευτυχία. Και πώς να την ελέγξεις και να την χειριστείς, άμα δεν την συνηθίσεις πρώτα.
Αυτά σκεφτόταν όλο το βράδυ και όλη την υπόλοιπη μέρα ώσπου κατά το απόγευμα σταμάτησε ένα ημιφορτηγό. Ο οδηγός κατέβηκε και κάτι είπε στο Σταύρο. Κάτι του είπε και αυτός και στο τέλος συμφώνησαν. Έδωσαν και τα χέρια.
Θα ξεκινούσε αύριο δουλειά στη φάρμα.
Δουλειά για δυο, αλλά το μεροκάματο μισό.
Αν όχι « Έχει και αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια » είπε το νέο αφεντικό.
Ο Σταύρος αυτή την φορά με τα λίγα ελληνικά του την κατάλαβε την παροιμία.
Εξάλλου την είχε ξανακούσει
« Έχι και άλλες πορτοκάλε που κάνεις πορτακάλιες»
Θα πήγαινε στο μεροκάματο και ας τα μισούσε τα μισά.
Εξάλλου αυτός ξέρει τι είδε και τι έπαθε με τα σωστά.
( Αυτός είναι ο Βούλγαρος ο Σταύρος που ήρθε να δουλέψει
στην Κύπρο την μισή
και έκανε το λάθος να φέρει
και τη μοίρα του μαζί ).
Μ. Κκαϊλής
4 – 5 Μαΐου 2007
Δουλειά του χεριού του δηλαδή. Όπως τότε στα εργοστάσια της Βουλγαρίας, που όμως δεν έβγαινε το μεροκάματο.
Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Σαν μάστορας που ήταν θα του έδιναν καλό και κυρίως σωστό και όχι μισό μεροκάματο. Όπως του άξιζε.
Ένα απόγευμα ήρθε και με βρήκε. Μου άνοιξε την καρδιά του.
Μου μίλησε για τα παιδιά του που θα έρθουν σύντομα να τον δουν. Για τη γυναίκα του που την χώρισε. Για την Μαρία που τον στήριξε, μα κυρίως για τη νέα δουλειά του. Εκεί ήταν μάστορας και αμειβόταν όπως του άξιζε. Και η δουλειά του ήταν τέλεια και η κάρτα εργασίας νόμιμη και με βούλα και με τη φωτογραφία του πάνω. Μα προπαντός μου έδειχνε και μου ξανάδειχνε την πρώτη του επιταγή. Διακόσιες λίρες παρά κάτι, τη βδομάδα. Έφθαναν και με το παραπάνω. Θα βοηθούσε περισσότερο στο σπίτι, θα έβαζε και λίγα στην πάντα. Ήταν περήφανος για τον εαυτό του. Σπουδέο Στάβρο, έλεγε, σπουδέο. Όλι το λένε, σπουδέο άνθροπο Βούλκαρο Σταβρο, σπουδέο. Μεθούσε κυριολεκτικά από ευτυχία και σιγουριά. Όλα επιτέλους ήταν τόσο βολικά.
Είχε κάθε λόγο να το διασκεδάσει. Ήτανε και Σάββατο. Όλοι διασκεδάζουν τα Σάββατα, γιατί όχι και αυτός, που είχε και παραείχε τους λόγους του
Και το διασκέδασε. Αυτός με μοναδική παρέα του τον Σταύρο
Εκείνο το βράδυ όλα ήταν διπλά. Η χαρά του, ο μισθός του, η ευτυχία του τα ποτήρια με το πιοτό που πηγαινοερχόντουσαν και αυτός και ο εαυτός του που διασκέδαζαν.
Είχε χρόνια να διασκεδάσει, να ξεδώσει. Μουρμούριζε παράφωνα και ένα βουλγάρικο τραγούδι που έλεγε «Ντιλμπάνο - ντιλπέρο, καζίμι κακσεσάτι πιπέρο» ή κάτι τέτοιο.
Όταν ο ταβερνιάρης σήκωνε και το τελευταίο τραπέζι, το δικό του δηλαδή, ο Σταύρος ξεκινούσε για το σπίτι. Στο δρόμο όλα τα έβλεπε διπλά. Διπλό το δρόμο, διπλά τα φώτα, δυο τα σκυλιά που του γάβγιζαν, δυο τα φεγγάρια στον ουρανό, δυο οι αυγερινοί.
Κτύπησε δυο πόρτες και άνοιξαν δυο Μαρίες.
Τη μια, ή και τις δυο, δεν θυμάται καλά, την έσπασε στο ξύλο. Δεν θυμάται ποιον ή ποιους ήθελε να εκδικηθεί, αλλά χάρηκε να δίνει δυο -δυο τις σφαλιάρες και τις μπουνιές. Ανακουφίστηκε η ψυχή του.
Τον πήραν μόλις που το θυμάται, τι τιμή, δυο περιπολικά και τον έριξαν σε δυο κελιά.
Την άλλη μέρα αφού τον κατηγόρησαν, τον άφησαν αργά το απόγευμα. Πήγε από της Μαρίας. Είχε σκοπό να της ζητήσει γονατιστός συγνώμη, μα δεν τόλμησε. Τα λίγα πράγματα του τα βρήκε στον δρόμο. Τα ξαναπήρε στο μισό- ερειπωμένο τουρκοκυπριακό σπίτι. Έγινε ξανά παράνομος.
«Ανάθεμα» είπε στα βουλγάρικα και ξαναπήγε στην ταβέρνα. Είχε ακόμα χρήματα στις τσέπες του. Είχε κάθε λόγο να ξαναπάει στη ταβέρνα. Πονούσε η ψυχή του. Πήγε να βρει παρηγοριά.
Απόψε δεν διασκέδαζε από χαρά. Όλα άλλαξαν. Όλα τώρα του φαίνονταν μαύρα. Ήθελε και δεν ήθελε να γυρίσει πίσω στην πατρίδα του. Θυμήθηκε τον αδελφό του που πέθαινε και που τότε δεν είχε καθόλου χρήματα, ούτε για να αγοράσει κάρτα για να τηλεφωνήσει στην Βουλγαρία, να δει τι γίνεται. Θυμήθηκε τα παιδιά του που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Θυμήθηκε πόσο όμορφη ήταν η γυναίκα του, που του χάρισε τρία όμορφα παιδιά και που ύστερα ασχήμεψε, χόνδρινε και κάκωσε . Θυμήθηκε τη φτώχια στη χώρα του και τις ανύπαρκτες ευκαιρίες. Θυμήθηκε το χαμόσπιτο και τη μίζερη ζωή που έκανε στην Κύπρο. Τι κάνω εδώ, σκέφτηκε. Ποιοι είναι αυτοί τριγύρω μου. Τι γλώσσα μιλάνε και δεν καταλαβαίνω τίποτε.
Και τι να δείξει στα παιδιά του όταν θα ερχόντουσαν σε λίγες μέρες.
Όλα τελικά του πήγαν στράφι.
Ποτήρι- ποτήρι, ήπιε όλα του τα χρήματα και το ξημέρωμα πανί με πανί τράβηξε για το σπίτι. Ας είναι, είπε. Έχει ο Θεός. Χαιρέτησε τα δυο φεγγάρια και τους δυο αυγερινούς και αποκοιμήθηκε στον λεκιασμένο διπλό καναπέ που η γριά γειτόνισσα του τον χάρισε πέρσι, αντί να τον πετάξει.
Την άλλη μέρα πήγε στη δουλειά με ολοκόκκινα πρησμένα μάτια. Τόσο πρησμένα και τόσο κόκκινα που νόμιζες ότι ήταν από την υπεριώδη λάμψη της ηλεκτροκόλλησης, όταν τη δουλεύεις χωρίς το μαύρο τζαμάκι..
Ξεκίνησε η δουλειά. Προτού καλά -καλά περάσουν δυο ώρες τον βρήκε το αφεντικό να κοιμάται ψηλά στη σκαλωσιά. Η μυρωδιά του πιοτού ήταν ακόμα έντονη.
Σπίρτο να του έριχνες θα άναβε φωτιά.
Τον σκούντηξε και όταν ξύπνησε ξαφνιασμένος κατάλαβε ότι όλα είχαν τελειώσει με τη δουλειά του. Η ασφάλεια στην εργασία, έλεγε το αφεντικό, δεν είναι αστεία υπόθεση. Είναι ένα πολύ σοβαρό θέμα, ιδίως σε μια έντονα αναπτυσσόμενη νέα εταιρεία, σαν τη δική του. Και γιατί στο κάτω - κάτω να βγει το όνομα της εταιρείας του αν γινόταν ένα ατύχημα.
«Φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά» είπε.
Ο Σταύρος δεν κατάλαβε την παροιμία, αλλά κατάλαβε και ήταν απόλυτα σίγουρος ότι τον είχε διώξει μια για πάντα.
Πήρε το δρόμο της επιστροφής. Με μισά ελληνικά και μισά βουλγαρικά μονολογούσε και έβριζε την κακή του μοίρα.
Τι την ήθελες τη χαρά ρε Σταύρο. Τι την ήθελες την ευτυχία. Και πώς να την ελέγξεις και να την χειριστείς, άμα δεν την συνηθίσεις πρώτα.
Αυτά σκεφτόταν όλο το βράδυ και όλη την υπόλοιπη μέρα ώσπου κατά το απόγευμα σταμάτησε ένα ημιφορτηγό. Ο οδηγός κατέβηκε και κάτι είπε στο Σταύρο. Κάτι του είπε και αυτός και στο τέλος συμφώνησαν. Έδωσαν και τα χέρια.
Θα ξεκινούσε αύριο δουλειά στη φάρμα.
Δουλειά για δυο, αλλά το μεροκάματο μισό.
Αν όχι « Έχει και αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια » είπε το νέο αφεντικό.
Ο Σταύρος αυτή την φορά με τα λίγα ελληνικά του την κατάλαβε την παροιμία.
Εξάλλου την είχε ξανακούσει
« Έχι και άλλες πορτοκάλε που κάνεις πορτακάλιες»
Θα πήγαινε στο μεροκάματο και ας τα μισούσε τα μισά.
Εξάλλου αυτός ξέρει τι είδε και τι έπαθε με τα σωστά.
( Αυτός είναι ο Βούλγαρος ο Σταύρος που ήρθε να δουλέψει
στην Κύπρο την μισή
και έκανε το λάθος να φέρει
και τη μοίρα του μαζί ).
Μ. Κκαϊλής
4 – 5 Μαΐου 2007
1 comment:
O Βούλγαρος σου μου αθθυμίζει έναν γείτον μου που η γειτονιά τον εθεώραν μεγάλον αχαΐρευτον, δεν εκοστέρκαζεν σε δουλειάν τζαι η μοίρα του τον εκατάτρεσιεν περίπου με τον ίδιον τρόπον. Ήταν Κυπραίος καθαρόαιμος τζαι ακολούθαν τον ίδιον δρόμον με τον τζύρην του, ο οποίος έζιεν μεσα σε μιάν κάσιαν 2Χ3 πας την οποίαν έβαλεν μερικούς τσίγγους για να μέν τρέσιει το νερόν της βροσιής. Αυτά βέβαια πριν έικοσι χρόνια.
Post a Comment