ΕΛΕΝΗ
ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΟΙ
ΤΕΥΚΡΟΣ
ΚΥΠΡΟΣ
... ες γην εναλίαν Κύπρον, ου μ' εθέσπισεν οικείν Απόλλων, όνομα νησιωτικόν
Εις γην μακαρίαν Κύπρον που με ξέφτισεν (ξεφτέρισεν) μετά μεγάλων λόγων πανηγυριώτικων
Σαλαμίνα θέμενον της εκεί χάριν πάτρας.
Υποθηκεύσαμεν ακόμα και τας μάντρας
ΕΛΕΝΗ
ΓΕΛΑΣΜΕΝΟΙ
Ουκ ήλθον ες γην Τρωάδ', αλλ' είδωλον ην.
Πλήθος μας πάνε αράδα, σαν ζώα στην σφαγήν
ΑΓΓΕΛΟΣ
ΠΕΡΙΓΕΛΟΣ
Τι φης;
Κατήφης
Νεφέλης άρ΄ άλλως είχομεν πόνους πέρι;
Κούρεμα ψιλό από σαΐνι μπαρμπέρη
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».
Για χρόνια ίντσα δεν πας μπροστά άμα δεν έχεις πλάτες
Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων,
Άμα δεν έχεις υπουργό κομματικό σου φίλο
συ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους
Συ που βιώνεις τον άκρατο βαθμό του θράσους
στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές
Από διορισμένα Σώματα και από Αρχές
αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.
Αυτών που δεν αργούν ξανά να σε πουλήσουν
Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη
Ταγοί, νονοί και άλλοι συναφείς που κάναν την απάτη επιστήμη
βήματα και χειρονομίες·
Κρίματα και αλχημείες
δε θα τολμούσα να πω φιλήματα·
Πλαστογραφήσεις και ξεπλύματα
και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.
Και το αργό αποκοίμισμα της νήσου μας της σκλάβας
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».
χρόνια το εκμεταλλεύονται των καρεκλών οι λάτρες
Ποιές είναι οι Πλάτρες; Ποιός το γνωρίζει τούτο το νησί;
Ποια είναι η Κύπρος ποιοι την κατάντησαν μισή
Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:
Έζησα τη ζωή μου βιώνοντας πράγματα ανάκουστα:
καινούριους τόπους, καινούριες τρέλες των ανθρώπων ή των θεών·
Καινούριους τρόπους καινούριες ανοησίες ανθρώπων αδαών.
η μοίρα μου που κυματίζει
Τη μοίρα μου ποιος την ορίζει ;
Ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα
- Παχύδερμα πιο πάνω κι από ελέφαντα.
και μιαν άλλη Σαλαμίνα
με γυαλισμένη λιμουζίνα
μ’ έφερε εδώ σ’ αυτό το γυρογιάλι.
μας έφεραν εδώ σ’ αυτό το μαύρο χάλι
Το φεγγάρι
Το Μπαρμπαρός
βγήκε απ’ το πέλαγο σαν Αφροδίτη·
Μπήκε στο οικόπεδο Αφροδίτη
σκέπασε τ’ άστρα του Τοξότη, τώρα πάει νά βρει
Εκεί που παν να γίνουν άνθρακες οι θησαυροί
την καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ’ αλλάζει.
Στοχεύουν το πετρέλαιο μας απειλούν το γκάζι
Πού είν’ η αλήθεια;
Μας λένε παραμύθια
Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης·
Σφικτότερα ζωνάρια και πιο πολλή λιτότης
το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.
Το ριζικό ενός λαού στο δρόμο του που αστόχησε
Αηδόνι ποιητάρη,
Καημένε μου πρωτάρη
σαν και μια τέτοια νύχτα στ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα
Σαν και μια τέτοια νύκτα, (δίκην Ωνάσης) στην Πλατέα
σ’ άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,
σ’ άκουσα που ονομάτιζες το ολοκαίνουριο καζίνο
κι ανάμεσό τους —ποιός θα το ’λεγε— η Ελένη!
Κι’ έψαχνες -όπως πάντοτε- μια ζωή ονειρεμένη
Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.
αυτά που δεν πέτυχες ποτέ στο μεροκάματο.
Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου· την άγγιξα, μου μίλησε:
Ήσουν εκεί με χίλια στο πουγκί σου, τα έπαιξες, τα έχασες
«Δεν είν’ αλήθεια, δεν είν’ αλήθεια» φώναζε.
«Δεν είναι αλήθεια, δεν είναι αλήθεια», φώναζες
«Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.
Σε ρίξανε με τις κλωτσιές έξω οι μπράβοι
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία».
Καημένε, όσα κι αν πάταγες σου τάτρωγε η Φατρία
Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό το ανάστημα
Ούτε στο εστιατόριο δεν πρόλαβες να μπεις…, στο μεσοδιάστημα
ίσκιοι και χαμόγελα παντού
δίσκοι πηγαινοέρχονταν από παντού
στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα·
γεμάτοι με αστακούς, σάλτσες κι αρώματα
ζωντανό δέρμα, και τα μάτια
Χόρταινες μόνο με τα μάτια
με τα μεγάλα βλέφαρα,
και σου κολλάγανε τα βλέφαρα
ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα.
Είμαστε εκεί σαν μοίραζαν φιλέτα
Και στην Τροία;
Και δυο και τρία;
Τίποτε στην Τροία — ένα είδωλο.
Τίποτα δεν είδαμε – το μάτι μας θολό
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Μας βόλευε η σιωπή
Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα νά ηταν πλάσμα ατόφιο·
Κάναμε σαν τον στρουθοκάμηλο και τον κοριό τον ψόφιο
κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια.
Να πιάσουμε την καλή ονειρευόμαστε και φτιάχναμε κουπόνια
Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Μεγάλοι πάγκοι, τα τραπεζάκια αράδα
Τόσα κορμιά ριγμένα
Τόσα κεφάλια σκυμμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης
Στα χρόνια της μεγάλης σήψης στα χρόνια της αρπαγής
τόσες ψυχές
Τόσες γενιές
δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
να τις ποδηγετούν οι συμπέθεροι και οι κουμπάροι
Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα
Τα ΜΜΕ μας φλόμωσαν με αποκοτιά και ψέμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
για μετοχών αβγάτισμα και φρούδα οφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
Στο μέσο της νιρβάνας μας, του μακαρίου μας ύπνου
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.
Μας παίρνουν για μαϊντανό με κρίση μειωμένη
Κι ο αδερφός μου;
Κι ο μεγάλος αδελφός ;
Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,
Χελιδόνι, χελιδόνι, (σιελϊόνι)
τ’ είναι θεός; τί μη θεός; και τί τ’ ανάμεσό τους;
Τη θέση του πατρός την παίρνει ο υιός και ζουν το όνειρό τους
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».
Στα πόδια τους προσπέφτουμε σαν τους ειδωλολάτρες
Δακρυσμένο πουλί,
Κατουρημένο σκυλί
στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
στην Κύπρο την αλαφροΐσκιωτη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
που τα παίξαμε όλα και τα χάσαμε σε στημένη παρτίδα
άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,
Άραξες, ένας λαός, σ’ ανόητο παραμύθι
αν είναι αλήθεια πως αυτό ειναι παραμύθι,
Κι όλα τα χάβεις σαν κουτορνίθι
αν είναι αλήθεια πως οι ανθρώποι δε θα ξαναπιάσουν τον παλιό δόλο των θεών·
Είναι αλήθεια πως σου τάζουν παραδείσους και σου πουλούν μισοτιμής Άγιους και Θεό
αν είναι αλήθεια
Κολοκύθια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
Πως κάποιος Θεός σε μια άλλη ζωή αιώνια
ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος Βούδας, ή Αλλάχ, ή Θεά Κάλη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο
(Των ρασοφόρων τα έργα μην πω να ξεδιπλώσω)
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
φορτώνουνε στην πλάτη σου ασήκωτα γομάρια
δεν το ’χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει μαντατοφόρους
Πληρώνεις με το υστέρημα σου πολιτικούς και αβανταδόρους
που έρχουνται να πούνε
Όπως την κότα σε μαδούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
σε σφάζουνε σαν το αρνί
πήγαν στην άβυσσο
για ένα ένα παράδεισο
για ένα πουκάμισο αδειανό
για ένα κράτος ορφανό
για μιαν Ελένη.
μια χώρα αραγμένη
Μ. Κκαϊλης
21 Δεκεμβρίου 2020
Γιώργος Σεφέρης (Λαέ-πώς Υποφέρεις)
1953 (αυτή τη σκευωρία).